pontiki_dialektos

Η πορεία της Ποντικής γλώσσας μπροστά στο μείζον θέμα που ονομάστηκε “μετοίκηση πληθυσμού”.

Το 1922 και μετά το τέλος των πολεμικών γεγονότων που απασχόλησαν την Βαλκανική και ιδιαιτέρως την Ελλάδα και την Τουρκία κατά την δεκαετία 1912-1922 οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Θράκης υποχρεώθηκαν συνεπεία των διεθνών συμφωνιών να απομακρυνθούν από τις προγονικές τους εστίες.

Ήδη από το 1829 και εξής πολλοί Πόντιοι διέφυγαν στη νότιο Ρωσία, και υπολογίζεται ο αριθμός τους το 1953 σε 515.000 χιλιάδες. Οι Έλληνες Πόντιοι πριν την έκρηξη του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου μετωκίσθησαν στα ενδότερα της Ρωσίας και με τον τρόπο αυτό ώς επι τω πλείστον απωλέσθησαν ως διάλεκτος και ως έθνος, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα τους, ήτοι περισσότεροι απο 400 000 μετέβησαν στην Ελλάδα.

Η εγκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα είχε λάβει τρεις μορφές :

α) Ίδρυσαν νέους οικισμούς στην επαρχία ως αγρότες αποτελώντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τον πληθυσμό των οικισμών αυτών
β) Αναμίχθηκαν με άλλους , είτε γηγενείς είτε πρόσφυγες απο Μικρά Ασία και Θράκη , δημιουργώντας νέους οικισμούς ή προσκολλοιμένοι σε ήδη υπάρχοντες στους οποίους όμως το Ποντιακό στοιχείο ήταν αριθμητικώς υπέρτερο έναντι των άλλων πληθυσμιακών ομάδων
γ) Αναμίχθηκαν με άλλους, είτε γηγενείς είτε πρόσφυγες σε νέους ή παλαιούς οικισμούς αλλά αποτέλεσαν μειοψηφία.

Αναφορικά για την περιοχή της Θεσσαλονίκης αμιγείς Ποντιακοί οικισμοί ήταν : Ωραιόκαστρο, Νέα Σάντα, Πετρωτό, Πρόχωμα κά,
Για το νομό Σερρών : Μέταλλον, Ανατολή , Νεοχώρι, Ακριτοχώρι, Βυρώνεια. Πλατανάκια, Καστανούσα κά,
Για την Αθήνα : Νεά Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Σμύρνη, Κοκκινιά, Δραπετσώνα.

Η παραπάνω προσφυγική εγκατάσταση των Ποντίων σαφώς επέσυρε πλήθος συνεπειών για την διάλεκτο, οι οποίες περιγράφονται παρακάτω :
– 1. Σε οικισμούς αμιγώς Ποντιακούς ή με το Ποντιακό στοιχείο σε πλειοψηφία
η Ποντική διάλεκτος υπέστη επίδραση απο τις διάφορες επιμέρους διαλέκτους του Πόντου, διότι ως γνωστόν στον Πόντο δεν υπήρχε μόνη μία διάλεκτος, αλλά πολλές οι οποίες ναι μέν είχαν κοινά στοιχεία αλλά απο την άλλη διαχωρίζονταν απο γλωσσολογικά και γραμματικά δεδομένα κατα τόπους. Βλέπε Μ.Τριανταφυλλίδη (Νεοελληνική Γραμματική 1ος τόμος 1938, σελ 287-295)

Ο προσφυγισμός αυτός καθαυτός ανέμειξε τους κατοίκους του Πόντου και σπάνια η εγκατάσταση τους στην Ελλάδα επιτελέστηκε με κατοίκους ενός και του αυτού χωριού ή περιφέρειας. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό οτι ο προσμίξεις αυτές των πληθυσμών των Ποντίων σε κοινούς οικισμούς, προερχόμενων όμως απο διαφορετικές περιφέρειες επέσυρε αλλοίωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων στα τοπικά ιδιώματα και στην απόδοση της γλώσσας στην καθημερινότητα της. Η επίδραση αυτή του ενός ιδιώματος στα άλλα έφερε ως λογικό επόμενο την μή αυθεντικότητα και γνησιότητα εκάστης διαλέκτου.

– 2. Το ίδιο συνέβη και στους οικισμούς όπου οι Έλληνες Πόντιοι εγκαταστάθηκαν με άλλους πρόσφυγες άλλων περιοχών όπως Μ.Ασία και Θράκη, με τάσεις να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο το κάθε ένα τοπικό ιδίωμα απο την αυθεντικότητα του.

-3. Πάντως σε γενικές γραμμές εκεί όπου το Ποντιακό Ελληνικό στοιχείο βρέθηκε διεσπαρμένο δέχθηκε την επιρροή της νεοελληνικής γλώσσας σε πολύ μεγάλο βαθμό, και αυτό διαμέσου των γηγενών κατοίκων και ιδιαιτέρως με τον τύπο ή τα άλλα μέσα επικοινωνίας της κοινωνικής ζωής.

ποντική,ποντιακή,διάλεκτος,γλώσσσα,ιστορική,πορείαΤΙ ΣΥΝΕΒΑΛΕ ΣΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ

α) Για να μπορέσουν στην καθημερινή τους ζωή οι Πόντιοι να συνεννοηθούν με τους άλλους Έλληνες απέφευγαν να χρησιμοποιούν την διάλεκτο τους όσο αυτό ήταν δυνατό.
(..Ακόμη και ‘μείς ζήσαμε αυτή τη βία, να μή μιλούμε τη γλώσσα μας, αυτήν που ακούγαμε στο σπίτι, γιατί θα αντιμετωπίζαμε προβλήματα στο σχολείο και αυτό θα μας δημιουργούσε δυσκολίες στη μετέπειτα επαγγελματική μας εξέλιξη έναντι των άλλων παιδιών.
Άραγε τι να σημαίνουν όλα αυτά για τους γηγενείς Θράκες, Κρήτες, Κυπρίους, και Βλάχους που τα παιδιά τους διατηρούν μέχρι και σήμερα τα γλωσσικά τους ιδιώματα ;
Διερωτώμαι άραγε τίνος το γλωσσικό ιδίωμα πλησιάζει περισσότερο στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, και ποιος θα έπρεπε να είναι υπερήφανος στο να μιλά τη γλώσσα του αντί να ντρέπεται που οι συνθήκες τον ανάγκασαν να απομακρυνθεί τόσο βίαια απο αυτήν ;
Ωραιότατα παραδείγματα όπως το λιθάρι, η λαλία, το οφίδ’, ο άρκον, Οψέ, και το χ̌όν’ , που αντικαταστάθηκαν απο την πέτρα, τη φωνή , το φίδι , την αρκούδα, το χθές, το χιόνι !! ).

β) Λόγω της φύσης της η Ποντική διάλεκτος έχουσα πολλές ιδιορρυθμίες στην προφορά, το τυπικό και τη σύνταξη, και επειδή δεν ήταν κατανοητή στους υπόλοιπους πληθυσμούς, θεωρήθηκε απο τους Ποντίους καλύτερο να μή χρησιμοποιείται, και ας μην αποκρυφτεί ουδόλως να αναφερθεί η απόδοση στους Ποντίους υβριστικών παρανομάτων και χαρακτηρισμών απο τους γηγενείς Έλληνες, εξαιτίας του ακατανόητου της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν. Η περιφρόνηση ήταν πραγματικό στοιχείο και εμπόδιο που αντιμετώπιζαν οι Πόντιοι σε όλα τα επίπεδα της ζωής τους και αποτέλεσε βάση για να σταματήσει οποιαδήποτε εξέλιξη τους σε τομείς που σαν λαóς είχαν χάρισμα να προκόπτουν.
Σε τέτοιο σημείο είχαν φτάσει μάλιστα ώστε δεν ομολογούσαν οτι προέρχονταν απο τις περιοχές του Πόντου αλλά ενίοτε της Μ.Ασίας ή αλλού.

Η Ποντική διάλεκτος ακρωτηριαζόταν καθημερινά απο την πρώτη στιγμή της προσφυγικής της εγκατάστασης στην Ελλάδα.

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ “ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ”

Αμέσως μετά τον κοπασμό των πρώτων και άμεσων υλικών αναγκών π.χ. τροφή, στέγη, εργασία, και κυρίως με τις κακές συνθήκες διαβιώσεως των Ελλήνων Ποντίων δημιουργήθηκε σ’ αυτούς η ανάγκη της ανάκλησης και ως αποτέλεσμα στους πνευματικούς ανθρώπους (Έλληνες Ποντίους) ήταν να υλοποιηθεί ένα πλάνο προσπάθειας και στρατηγικής δράσεως προκειμένου να διασωθεί ο ακμάσας πολιτισμός του Πόντου.Η έλλειψη κάποιας επίσημης αρχής που θα αναλάμβανε αυτό το έργο ώθησεένα μικρό αριθμό Ποντίων με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου στην ίδρυση της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών το 1927.

Σκοπός της ήταν η περισυλλογή, μελέτη και δημοσίευση γλωσσολογικού, λαογραφικού, και ιστορικού υλικού που αφορούσε στον Πόντο. Η επιτροπή υπήρξε το μοναδικό σωματείο που ασχολήθηκε επιστημονικά με την συλλογή και διερεύνηση της Ποντικής διαλέκτου. Μάλιστα τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι ερευνητές με τη διάλεκτο ήταν ποικίλα και διαφορετικά όσον αφορά το χρονοδιάστημα πρίν και μετά το 1922.
Αναφέρονται ενδεικτικά :
– Δεν έπρεπε να νοηθεί ως γνήσιο το ιδίωμα μετά την εγκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου στην Ελλάδα διότι είχε υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις,
– Έπρεπε να περισυλλεγεί το υλικό που αφορούσε τις περιόδους πρίν το 1922, για να έχει αναφορά στη γνησιότητα και αυθεντικότητα του λόγου
– Η ανάγκη για τη συλλογή του υλικού ήταν επιτακτική λόγω των συνθηκών που απειλούσαν με παραφθορά ή αφανισμό του γλωσσικού ιδιώματος, και αυτό σαφέστατα δημιούργησε αυτόματα μία άλλη ανάγκη, την ύπαρξη ειδικών συλλογέων και ειδικευμένων προσώπων για το έργο αυτό. Πού θα βρίσκονταν όμως αυτοί ; Το τότε επίσημο κράτος βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία για να βοηθήσει σ’ αυτή την κατεύθυνση.
– Οποιαδήποτε καταγραφή έγινε την περίοδο εκείνη απείχε κατα πολύ απο το πρωτότυπο διότι γινόταν με φθόγγους και γλωσσικά στοιχεία της Ελληνικής γλώσσας, πράγμα που καθόλου δεν απέδιδε την ιδιομορφία της Ποντικής διαλέκτου η οποία απαιτεί ειδική παρασημαντική για να αποδοθεί.
Αυτόματα άλλη μία ανάγκη είχε δημιουργηθεί, δηλαδή η εύρεση τεχνικής στην καταγραφή της διαλέκτου.
Ο Δ. Οικονομίδης μαζί με τον Ι. Βαλαβάνη και Μ. Δέφνερ δημιούργησαν ειδικά σύμβολα για την καταγραφή της διαλέκτου.

Παραδείγματα : το (Ψ) παχύ προφέρεται σαν γαλλικό pch όπως ψ̌ύα (ψυχές)
το (Χ) παχύ προφέρεται σαν »» ch »» χ̌όν (χιόνι)
το (Ξ) »» σαν »» kch ξ̌ύνω
(χύνω)
το (Α) όποτε αποδίδει πληθυντικό προφέρεται σαν (ια) π.χ. αδέλφα̤.

Βέβαια η παρασημαντική επέβαλε και ειδικό τύπο γραφής που να αποδίδει στον προφορικό λόγο τα ιδιαίτερα ιδιώματα του Πόντου, δηλαδή το χ γράφεται χ̌ , το ψ ώς ψ̌, κτλ.
Ο τότε διευθυντής του Αρχείου του Πόντου Αρχιμανδρίτης π. Άνθιμος Παπαδόπουλος μετέφερε την εμπειρία του στην παρούσα εργασία και έλυσε πολλά απο τα προβλήματα αυτά.
– Έθεσε σαν όριο τις καταγραφές που είχαν γίνει πρίν το 1922.
– Απέκλεισε το ιδίωμα που διαμορφωνόταν κάτω απο ποικίλες συνθήκες στην Ελλάδα.
– Κάτι παρόμοιο δηλαδή με ότι είχε γίνει για το Ιστορικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.
– Δημιούργησε νέα τυπογραφικά στοιχεία που θα διευκόλυναν την καταγραφή της διαλέκτου, βάση των κανόνων αυτών υπήρξε η ιστορική ορθογραφία της Ελληνικής γλώσσας
– Ορατό επίσης ήταν το πρόβλημα που θα αντιμετώπιζαν οι συλλογείς γιατί και αυτοί ήταν υφιστάμενοι πολλών επιδράσεων και το έργο τους δεν μπορούσε να θεωρείται γνήσιο λόγω της αδυναμίας και μή εξειδίκευσης τους στην καταγραφή
– Οι συλλογείς κατέγραφαν υλικό κυρίως απο τις περιοχές που κατάγονταν, και δεν κατορθώθηκε να καταγραφεί υλικό απο όλες τις περιοχές του Πόντου.
– Έτσι βρεθήκαμε μπροστά στο τραγικό αυτό επακόλουθο να μην έχουμε σχεδόν καμία καταγραφή απο αρκετές περιοχές ή περιφέρειες του Πόντου
– Απο την άλλη αυτή και μόνη η οριοθέτηση του 1922 ως βάση για τη μελέτη και καταγραφή του υλικού είχε απωλέσει το δεδομένο της μελέτης των επιδράσεων των υπόλοιπων γλωσσικών ιδιωμάτων στην Ποντική διάλεκτο.
Η ενιαία καταγραφή απο την άλλη των ιδιαίτερων ιδιωμάτων στέρησε σε κάποια απο αυτά την πολύ ιδιαίτερη τους μορφή και δομή με αποτέλεσμα να εξομοιωθούν αρκετά με άλλα που μεταξύ τους δεν είχαν και τόσα κοινά στοιχεία όσο τελικά φάνηκε.
Ανύπαρκτη επι παραδείγματι είναι η καταγραφή της διαλέκτου της Σινώπης και των ιδιωμάτων του εσωτερικού Πόντου.
΄Ενα άλλο επίσης μεγάλο πρόβλημα ήταν και η απώλεια της πρώτης γενιάς προσφύγων που ίσως θα διευκόλυνε στην επίλυση κάποιων προβλημάτων απο τα παραπάνω.

(*) Ο όρος Ποντική είναι πλέον δοκιμότερος αλλά δεν αποκλείει και τη χρήση του όρου Ποντιακή που καθιερώθηκε βέβαια μεταγενέστερα.

ΠΗΓΗ: kotsari.com