Τα χωριά αυτά βρίσκονται ανατολικά του Καλοπόταμου σε απόσταση, η μεν Λαζού μίας ώρας ενώ η δε Κλητώ μίας ώρας πάνω απ’ τη Λαζού και στην περιφέρεια της επαρχία Ριζαίου (Ριζούντα). Αλλά επειδή τα χωριά αυτά γειτνιάζουν περισσότερο με την Όφη (Οφιούντα), σχεδόν αποτελούν ένα σύνολο μαζί με τα ελληνικά χωριά της Όφης.
Στις ημέρες μας, η Κλητώ βρισκόταν σε παρακμή διότι οι κάτοικοι της διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη ενώ οι τελευταίες οικογένειες που απέμειναν, εγκαταστάθηκαν στην Λαζού κι έτσι ερημώθηκε το χωριό και ο ναός του που ετιμάτο στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου σωζόταν άθικτη μέσα στην ερημιά (εγκατάλειψη). Η προφορική παράδοση διηγείται για έναν αρχιερέα ο οποίος περιόδευε κάποτε στην περιοχή και δεν έτυχε της προβλεπόμενης φιλοξενίας και περιθάλψεως απ’ την συγκεκριμένη ενορία οπότε την καταράστηκε να ερημωθεί, όπως κι έγινε.
Το χωριό αυτό είναι η πατρίδα της ηγεμονικής οικογένειας των Ρίζων που χρημάτισαν αρχιμεταλλουργοί της Χαλδίας έχοντες μεγάλη δύναμη, ορισμένοι εκ των οποίων μάλιστα χρημάτισαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Βλαχία και απέβησαν ως και ηγεμόνες της Βλαχίας. Η Λαζού αποτελούμενη τα τελευταία χρόνια από τριάντα οικογένειες, διατηρούσε ναό και σχολείο. Στη ιστορία της Ιεράς Μονής Σουμελά αναφέρεται ότι αυτά τα δύο χωριά υπάγονταν στην εξαρχία της Μονής Σουμελά αλλά άγνωστο για ποιο λόγο στην ιστορία της ίδιας μονής ο Καλοπόταμος αναφέρεται ως Κακός Ποταμός και κατ΄ ευφημισμό Καλός Ποταμός, αναφερόμενος μάλιστα ως Τσαλιμοπόταμος. Τούτο είναι απορίας άξιον καθώς ουδέποτε αναφέρεται απ’ τους Οφιουντίους (Οφίτες) ο Καλοπόταμος ως Τσαλομοπόταμος. Δεν εξηγείται τούτο με πραγματικά στοιχεία καθώς τα νερά του ποταμού ήταν πάντα διαυγή. Απ’ τα ποτάμια της Οφιουντίας (Όφης) θα μπορούσε να λεχθεί ως Τσαλιμοπόταμος ο ποταμός Ύσσος των Σουρμαίνων καθώς τα νερά του ήταν πάντα θολά με λασπώδες χρώμα οπότε οι τούρκοι τον ονόμαζαν Καράδερε χωρίς να κάνουν διάκριση μεταξύ μαύρου και ερυθρού. Μαύρος ποταμός υπήρχε στην Οφιουντία (Όφη), αλλά ήταν μικρότερος και λιγότερο γνωστός, μεταξύ Εβγιάν (Αγίου Ευγενίου) και Μαχνούς ο οποίος ήταν πραγματικά μέλας (μαύρος) ο οποίος δεν αναφέρεται καν απ’ τους γεωγράφους.