Η Σινώπη ήταν πόλη της αρχαίας Παφλαγονίας. Είναι άγνωστος ο χρόνος ίδρυσής της. Πρώτοι άποικοι ήταν οι κάτοικοι της Μιλήτου περί τον 8ο αι. π.Χ., σε συμφωνία με τους παλαιούς κατοίκους. Ο Ηρόδοτος θεωρεί πρώτους οικιστές τους Κιμμέριους, άλλοι θεωρούν τους Αργοναύτες. Το όνομα προέρχεται από τη μυθολογική κόρη του ποταμού Ασωπού, Σινώπη. Η Σινώπη ήταν η πρώτη ελληνική αποικία στο Πόντο και αφετηρία του εξελληνισμού των εκεί ακτών μέχρι τη μακρινή Κολχίδα.
Η Τραπεζούντα, η Κερασούντα και τα Κοτύωρα ήταν αποικίες της Σινώπης. Κατά τον 5ο αιώνα αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, ο δε Περικλής έστειλε εκεί 600 Αθηναίους κληρούχους, μετά την απαλλαγή της πόλης από την τυραννία. Στη συνέχεια, η πόλη ήταν ανεξάρτητη και από αυτή πέρασαν οι “Μύριοι” του Ξενοφώντα. Το 368 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Δατάμα, πέρση Σατράπη της Καππαδοκίας, αλλά διατήρησε την αυτονομία της. Το 183 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Φαρνάκη Α’ ο οποίος την κατέστησε πρωτεύουσα του Βασιλείου του Πόντου.
Στη πόλη αυτή γεννήθηκε ο Μιθριδάτης ο Μέγας που την καλλώπισε με ναούς, στοές, νεώρια (μαρτυρία Στράβωνα). Τέλος δε το 70 π.Χ. καταλήφθηκε από το ρωμαίο στρατηγό Λούκουλο που και αυτός της παραχώρησε αυτονομία. Το 44 π.Χ. έγινε οριστικά ρωμαϊκή αποικία με ρωμαίους εποίκους, υπαγόμενη στη Βιθυνία. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν είχε σπουδαία σημασία, ανήκε δε στο Αρμενιακό Θέμα. Μετά την Δ’ Σταυροφορία αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και των Σελτζούκων Τούρκων που την κατέκτησαν πρώτη φορά το 1214. Από τα μέσα του 13ου αιώνα πέρασε στην κυριαρχία τοπικών τουρκομανικών δυναστειών. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής την κατέκτησε το 1461, καθοδόν στην εκστρατεία του κατά της Τραπεζούντας, και μετέφερε τους κατοίκους της στην Κωνσταντινούπολη για αύξηση του εκεί πληθυσμού. Στην οθωμανική περίοδο η Σινώπη υπαγόταν στο Εγιαλέτι ή Βιλαέτι της Κασταμονής. Αξιοσημείωτο γεγονός των νεοτέρων χρόνων υπήρξε η παρά τη Σινώπη ναυμαχία του ρωσικού στόλου με τον τουρκικό στις 30 Νοεμβρίου του 1853 στην αρχή του Κριμαϊκού πολέμου, που οδήγησε στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου και έδωσε το έναυσμα για να εισέλθουν η Αγγλία και η Γαλλία στον πόλεμο κατά της Ρωσίας.
Η Σινώπη κατά το μεσαίωνα απετέλεσε επισκοπή υπαγόμενη στη Μητρόπολη Ελενοπόντου, στους δε νεότερους χρόνους στη Μητρόπολη Αμάσειας. Κατά τη χριστιανική παράδοση, πρώτος που κήρυξε το χριστιανισμό στη πόλη ήταν ο Απόστολος Ανδρέας ο οποίος χειροτόνησε τον πρώτο επίσκοπο της, τον Φιλόλογο. Επί αυτοκράτορα Τραϊανού φέρεται να μαρτύρησε εδώ ο επίσκοπος Φωκάς. Αργότερα φέρονται μνημονευόμενοι επίσκοποι της Σινώπης ο Προαιρέσιος, ο Αντίοχος (στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο), ο Σέργιος (στη ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδο), ο Γρηγόριος (στη Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο) και άλλοι.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης πριν το 1914 ήταν 5.000 και ο τουρκικός 9.000. Οι Έλληνες διατηρούσαν αστική σχολή, Παρθεναγωγείο και 3 εκκλησίες. Στα περίχωρα δε υπήρχαν άλλοι 2.000 Έλληνες. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Έλληνες της πόλης και των γύρω χωριών υπέστησαν πολλές κακουχίες και οι επιζήσαντες μετανάστευσαν στην Ελλάδα κατά τη διετία 1923-1924, κατά την υποχρεωτική και απάνθρωπη ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η γή και ο τόπος της Σινώπης και της Παφλαγονίας γενικότερα είναι αγιοτόκος. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Άγιος Στυλιανός ο Παφλαγόνας, ο Άγιος Μάμας, η Αγία Θεοδώρα η Βασίλισσα της Παφλαγονίας, ο Άγιος Υπάτιος, ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης, ο Άγιος Φιλάρετος, ο Άγιος Ιερομάρτυς Φωκάς, η Αγία Ελένη και εκατοντάδες άλλοι άγιοι μάρτυρες που παρέδωσαν αίμα και πνεύμα υπέρ του γλυκύτατου ονόματος του Ιησού Χριστού.