Οι τουρκόφωνοι Έλληνες Πόντιοι – Πότε και γιατί τουρκοφώνησαν – Σε ποια περιοχή του Πόντου ζούσαν – Γιατί ήρθαν στην Ελλάδα και που εγκαταστάθηκαν.
Με την άδεια του συγγραφέα και δικηγόρου του Κιλκίς κυρίου Θεόδωρου Παυλίδη, δημοσιεύω τα παρακάτω κείμενα. Όπου κρίνεται σχολιασμός, θα υπάρχει χάριν επεξήγησης.
Το χωριό στο οποίο έζησε και μεγάλωσε είναι το Δίβουνο ή Διβούνι του νομού Κιλκίς το οποίο μετά την «ανταλλαγή» των πληθυσμών κατοικήθηκε από Μπάφραληδες.
Παρακολουθείστε το αφιερωματικό μας βίντεο για τον Ελληνισμό του Δυτικού Πόντου
Οι Διβουνιώτες πιστεύουν ότι το χωριό αρχικά λεγόταν Άγιος Παύλος. Μέχρι το 1955-56 η αλληλογραφία με διεύθυνση (Άγιος Παύλος) ερχόταν στο Δίβουνο. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού εγκαταστάθηκαν στον κεντρικό συνοικισμό που ονομαζόταν Κιοσέμ Τσαλί. Το χωριό όμως πήρε το όνομα Οτμανλή από ένα άλλο συνοικισμό που βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο βορειότερα. Η γύρω περιοχή ήταν διάσπαρτη από μικρούς τούρκικους μαχαλάδες (…Φαναρλή, Γενή Μαχαλέ, Όνδουλου, Ασή Ογλαρή, Πόρτσαλη κ.λ.π.) τους οποίους εγκατέλειψαν οι κάτοικοι/κτήτορες τους με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Το 1923 οι πρώτοι Διβουνιώτες (Έλληνες Πόντιοι πρόσφυγες) όταν ήρθαν να κατοικήσουν την περιοχή, βρήκαν εκεί τούρκους μουσουλμάνους οι οποίοι ακόμη δεν είχαν αναχωρήσει για την Τουρκία. Με το διάταγμα 28.12.1926 (ΦΕΚ Α7-1927) ο συνοικισμός Οτμανλή ονομάστηκε Άγιος Παύλος και με το διάταγμα 20.8.1927 (ΦΕΚ Α179-1927) ο συνοικισμός Κιοσέμ Τσαλί ονομάστηκε Δίβουνο. Για την ονομασία Οτμανλή υπάρχει μαρτυρία που υποστηρίζει ότι το αρχικό όνομα θα πρέπει να ήταν Οσμανλή, από το όνομα πιθανού Οσμάν Αγά της περιοχής και από παραφθορά οι Έλληνες το είπαν Οτμανλή. Στην οθωμανική περίοδο το χωριό γραφόταν odmanli και όχι otmanli. Od σημαίνει φωτιά και αποτελεί τη ρίζα του odun που σημαίνει ξύλο. Κατά την άποψη του Recep Yilmaz (Ρετσέπ Γιλμάζ, Σαμψούντιου βαθύ γνώστη και ερευνητή της ετυμολογίας των λέξεων) odmanli σημαίνει δασώδης περιοχή, όπως πραγματικά είναι και το Δίβουνο. Το «Kosemcali» – Κιοσέμ Τσαλί, οι Έλληνες το εκφέρουν κατά παραφθορά ως Κιοσέ-μουρτσαλί.
Μικρό μαθητούδι σαν ήμουν (εξιστορεί ο κ Παυλίδης), περήφανος για την καταγωγή μου, εξιστορούσα στον πατέρα μου τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη και του Μάρκου Μπότσαρη, εκείνος με απογοήτευση και σχεδόν θυμωμένος που απαντούσε : «βρε άντε σιχτίρ από ‘δω. Καπετάνιοι είναι αυτοί ; Καπετάνιους είχαμε εμείς εκεί στη Μπάφρα, στο Νεμπυέν και το Γιούνταγ. Αυτοί όλοι εδώ ήταν κατσικοκλέφτες». Θύμωνα με την προσβολή που γινόταν στο πρόσωπο του Μπότσαρη και του Καραϊσκάκη, αλλά έδινα άφεση στις «ανοησίες» του, με το επιχείρημα : «…ας τον να λέει, αγράμματος άνθρωπος είναι..…δεν ξέρει…!!!».
Μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω ότι αν η Ποντιακή Δημοκρατία γινόταν πραγματικότητα, στους τοίχους των σχολείων δε θα κρεμόταν οι φωτογραφίες της Μπουμπουλίνας, αλλά του Αντών’ Πασά (Αντωνίου Χατζηελευθερίου), του Ιστίλ’ Αγά (Στυλιανού Κοσμίδη), του Παντέλ’ Αγά (Παντελή Αναστασιάδη), του Τσιμενλή Τιμίτ (Δημητρίου Χαραλαμπίδη) , του Τελή Σωκράτ’ (Σωκράτη Παπαδόπουλου), του Τελή Λαζίκ (Λάζαρου Αβραμίδη), του Πίτς Βασίλ’ (Βασιλείου Τσαουσίδη), του Βασίλ Ούστα (Βασιλείου Ανθόπουλου), του Κισά Μπατσάκ (Κυριάκου Παπαδόπουλου), του Αναστάς Αγά (Αναστασίου Παπαδόπουλου), του Γιουβάχλοόν Γιουβάνη, του Απονόζ Γιώργη, του Ντελή Τιμός, του Καρά Ηλία και τόσων άλλων ηρωικών μορφών του δυτικού Πόντου που πολέμησαν με τους τούρκους για την οικογένεια τους, για τη θρησκεία και την πατρίδα τους. Αδύνατο παιδάκι τότε, παραδομένο στην «εκπαιδευτική φροντίδα» του κράτους και στα λόγια του δασκάλου μου, ήταν αδύνατο να αποδεχτώ την άποψη του αγροίκου πατέρα μου που στο κάτω κάτω ούτε Ελληνικά δεν ήξερε να μιλάει. Άργησα να καταλάβω ότι τον Αγώνα για την Ελλάδα τον έκαναν κυρίως αλλόγλωσσοι Έλληνες. Αρβανιτόφωνοι στη Ρούμελη το 1821, Σλαβόφωνοι στη Μακεδονία το 1904-1908 και Τουρκόφωνοι στον Πόντο 1916-1923.
Οι Έλληνες της Μπάφρας είχαν χορτάσει δάκρυα, ταλαιπωρίες, βασανιστήρια, το χαμό των δικών τους ανθρώπων. Πλήρωσαν βαριά τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό τους χωρίς να το γνωρίζουν οι περισσότεροι, και προπάντων χωρίς να φταίνε. Στην Ελλάδα, οι Μπαφραλήδες (στην έννοια των Μπαφραλήδων χωρούσαν όλοι οι τουρκόφωνοι) έπαψαν να είναι Πόντιοι και έγιναν μόνο Τουρκόφωνοι. Αυτό τους είχε προσαφθεί. Επειδή ο νομός Σαμψούντος δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι ιστορικά και γεωγραφικά ανήκε στον Πόντο, η αμφισβήτηση της Ποντιοσύνης τον Μπαφραίων δεν έγινε ευθέως, αλλά με μισόλογα και υπονοούμενα. Για πρώτη φορά στον κόσμο, η πολιτική ιδεολογία ενός λαού, χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο της εθνικότητας του. Έτσι, για τους «φωτισμένους» της μετακατοχικής αριστεράς, οι Μπαφραλήδες δεν ήταν Πόντιοι, όχι για λόγους ιστορικούς, εθνοτικούς, πολιτισμικούς, γεωγραφικούς κ.λ.π. αλλά επειδή ήταν δεξιοί, φασίστες, μοναρχικοί …..και συνεργάτες των Γερμανών. Κι επειδή χωρίς αυγά, ομελέτα δε γίνεται, για αυγό διαλέξανε την Τουρκοφωνία, θαρρείς και οι Καπαδόκες δε μιλούσαν Τουρκικά. Έτσι απαξιώθηκαν οι Μπαφραλήδες από τους Ποντιόφωνους αριστερούς.
Οι λόγοι της Τουρκοφωνίας των Μπαφραίων και των λοιπών δυτικοποντίων δεν είναι εθνικοί και ο χρόνος της ανάγεται στο πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα.
Γιατί άραγε οι πρόσφυγες της «ανταλλαγής» θα έπρεπε να αισθάνονται υπόλογοι για την τουρκοφωνία τους, αφού έτσι την βρήκαν αιώνες πρίν ;
Γιατί ο πολίτης του 21ου αιώνα, θα πρέπει να αισθάνεται ενοχές για την τουρκοφωνία των γονέων του ;
Πόσο τουρκόφωνος μπορεί να ονομάζεται ο νέος τρίτης γενιάς που γεννήθηκε και ζεί στην Ελλάδα, όταν δεν γνωρίζει ούτε μία τούρκικη λέξη ;
Η τουρκοφωνία των Μπαφραίων σαφώς δε συνδέεται με την εθνική τους καταγωγή, αλλά αποτελεί γλωσσικό τους χαρακτηριστικό που τους επιβλήθηκε από πολιτικές – κοινωνικές συγκυρίες. Αν η τουρκοφωνία των Μπαφραίων μπορούσε να τους κάνει αυτομάτως τούρκους, δε θα είχαν λόγο να μην είναι περήφανοι για την τουρκοσύνη τους. Όμως η ιστορική τους πορεία όχι μόνο δεν είναι φιλική, αλλά αντιθέτως είναι απόλυτα εχθρική προς την ιστορία των Τούρκων.
Ο Αριστόβουλος Μάνεσης, πανεπιστημιακός καθηγητής συνταγματικού δικαίου, έλεγε : «…..τα στοιχεία που συνθέτουν την έννοια του Έθνους είναι :
Η κοινή ιστορία
Οι κοινές παραδόσεις
Και ο κοινός πολιτισμός
Ποτέ η γλώσσα !!!
Σε ένα έθνος, διάφορες εθνοτικές ομάδες μπορούν να μιλούν διαφορετικές γλώσσες, όπως στις ΗΠΑ στην Ελβετία αλλά και στην Ελλάδα (Αρβανίτικα, Βλάχικα, Σαρακατσάνικα, Τουρκικά, κ.λ.π.).
Από κακή πληροφόρηση, άγνοια της ιστορίας και από σκοπιμότητες, πολλοί Μπαφραίοι ενοχλούνταν όταν τους αποκαλούσαν τουρκόφωνους. Η ενόχληση αυτή είναι περισσότερο ενοχλητική για τους επίγονους των Μπαφραίων προσφύγων, τη σημερινή νέα γενιά Ποντιόπαιδων, η οποία στην πλειοψηφία της, δεν γνωρίζει κάν τουρκικά.
Η τουρκοφωνία χαρακτήριζε τη γενιά των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου μέχρι την «ανταλλαγή». Η γενιά αυτή, στην πλειοψηφία της εξέλειπε, οπότε οι επίγονοι τους δεν πρέπει πλέον να αποκαλούνται τουρκόφωνοι μιας και το ετυμολογικό περιεχόμενο του όρου δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα.
Οπότε, όταν χρησιμοποιείται ο όρος, δε μπορεί να υπονοεί τον Έλληνα Μπαφραίο που μιλά τουρκικά, αλλά τον Έλληνα Πόντιο που η απώτερη καταγωγή του είναι από τον Δυτικό Πόντο. Ορθότερος όρος για χρήση είναι : Δυτικοπόντιοι.
Δεν είναι λίγα τα περιστατικά όπου Μπαφραλήδες Ελληνοπόντιοι οι οποίοι διέπρεψαν στα γράμματα και τις τέχνες αποκαλούσαν τον εαυτό τους Μικρασιάτη, ή αποσιωπούσαν τελείως την καταγωγή τους επειδή ντρεπόντουσαν ή επειδή ο παππούς τους σε παλιές φωτογραφίες εποχής φορούσε φέσι. Η έλλειψη γνώσης της ιστορίας τους τύφλωνε και δε μπορούσαν να αντιληφθούν την εθνική τους καταγωγή. Οι Μπαφραίοι ήταν Χριστιανοί και μάλιστα φανατικοί, διότι 710 χρόνια 1214-1924 μ.Χ. παρά την τουρκοφωνία τους, δεν τούρκεψαν, διατήρησαν τις πατροπαράδοτες παραδόσεις τους, είχαν Ελληνικά σχολειά, Έλληνες δασκάλους, ιερείς και πρωτοκορυφαίο τον μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη, αλλά και το μοναδικό ηρωϊκό αντάρτικο κατά των τούρκων, αλλά κυρίως οι Μπαφραλήδες πλήρωσαν την Ελληνικότητα και τον Χριστιανισμό τους, περισσότερους από τους υπόλοιπους Ποντίους σε αίμα, ζωές και περιουσίες. Αυτό που διακρίνει τους Δυτικοπόντιους από τους λοιπούς συμπατριώτες τους, είναι η τουρκοφωνία. Οι άνθρωποι της «ανταλλαγής» από την περιοχή του Δυτικού Πόντου, είναι Έλληνες, αυτό λέει η ιστορία, ο πολιτισμός και οι παραδόσεις τους. Θα μπορούσαν να λέγονται Παφλαγόνες, Ίωνες, Βιθυνοί, Καπαδόκες ή Κάρες. Λέγονται όμως Πόντιοι, επειδή ο χώρος στον οποίο κατοικούσαν ανήκει ιστορικά και γεωγραφικά στον Πόντο. Εάν στο μέλλον ήθελε αποδειχτεί ότι όλοι οι τουρκόφωνοι του δυτικού Πόντου, είναι επίγονοι Ελλήνων Καπαδοκών, σε τίποτα δε θα άλλαζε η φυλετική, εθνοτική τους φυσιογνωμία.
Απλά, οι τουρκόφωνοι αντί να ήτανε περήφανοι Πόντιοι, θα ήτανε περήφανοι Καπαδόκες. Μάλιστα, διπλά περήφανοι, γιατί στην πλούσια κουλτούρα των Καπαδοκών θα είχανε προσθέσει και αυτή των Ποντίων. Κοινό άλλωστε στοιχείο τους ήταν η γλώσσα και η καραμανική γραφή. Ελάχιστη λοιπόν σημασία έχει αν οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες είναι Πόντιοι, Καπαδόκες, ή Ίωνες. Σημασία έχει ότι είναι Έλληνες !!!
Ο Περικλής Τριανταφυλλίδης, «Η εν Πόντω Ελληνική Φυλή, ήτοι τα Ποντιακά» (τυπογραφείο Λάζαρου Βηλαρά, Αθήνα 1866), ο οποίος περιηγήθηκε τον Πόντο, αναφέρει σε ποιες περιοχές οι Έλληνες μιλούσαν τουρκικά. Γράφει λοιπόν, για την περιοχή της Τοκάτης (αρχαίο ονομασία Ευδοκιάδος)…….
«και ουδ’ ενταύθα ομιλείται η Ελληνική, μικρά δε η καταβαλλομένη παρά των Αρχιερέων περί της εγγραμματώσεως των κατοίκων φροντίς. Εν γένει ο Ελληνικός πληθυσμός είναι καθ’ όλην την υπερθαλάττιον χώραν αραιός, πάντες δε ομιλούσιν την τουρκικήν».
Για τα Κοτύωρα – Ορντού λέει : «…αλλ’ οι πλείστοι τούτων τουρκόφωνοι εις παντελήν άγνοιαν και αυτής της καταγωγής αυτών διάκεινται…». Για μέν τη Νεοκαισάρεια (Νίκσαρ) γράφει ότι είναι : «…πολίχνη τερπνή έχουσα περί τας εξήκοντα Ελληνικάς ουχί Ελληνοφώνους οικίας…» τους δε Έλληνας της Θεοδοσίας (Τόσιας) Κασταμονής και Σαφράμπολης χαρακτηρίζει γλωσσικά «τουρκόφωνους» Για την περιοχή της Σαμψούντας γράφει ότι οι Έλληνες μιλούσαν και Ελληνικά και Τουρκικά. Για δε τα Ζήλα γράφει ότι «…η γλώσσα είναι ολοσχερώς τουρκική…»
Για την Αμάσεια αναφέρει ότι είναι έδρα της Μητροπόλεως παρότι ο μητροπολίτης διαμένει τον περισσότερο χρόνο στην Αμισό (Σαμψούντα). Γλωσσικά όμως η Αμάσεια «…περί δε τους πεντήκοντα και εκατόν περιλαμβάνουσα οικίας, ταύτας κατά το σύνηθες τουρκόφωνους…»
«…Εις την αυτήν δε υπάγονται κατηγορίαν και τα εν τη περιφερεία της πόλεως ορθόδοξα ή ανάμεικτα χωρία».
Για τη Μπάφρα γράφει ότι είναι Πολίχνη «…περιέχουσα τετρακοσίας ουχί Ελληνοφώνους οικίας και παράγουσα καπνόν και μέταξαν. Διατηρούσι δε οι Μπαφραίοι, σχολείον αλληλοδιδακτικόν αρρένων αλλά και κορασίων, συστηθέντα υπο του ήδη πατριαρχεύοντος προσέτι δε και Ελληνικόν και πολλήν καταβάλουσι μέριμναν εις ανάκτησιν της προγονικής αυτών γλώσσης, ήτις ήρχισεν μεταδιδομένη εις τους νέους αυτών»
Τέλος, για το Αλάτσαμ γράφει ότι περιέχει «…τριακοσίους οικίας και ταύτας ουχί Ελληνοφώνους».
Σε αντίθεση με τις παραπάνω πόλεις, γράφει ότι η Σινώπη «…περιέχουσα τετρακοσίους Ελληνοφώνους Ελληνικάς οικίας……καθ΄όλην δε την παραλίαν του Εύξεινου, οι Σινωπείς λαλούσιν μάλλον καθαρεύουσαν την Ελληνικήν γλώσσαν».
Από το έργο του Τριανταφυλλίδη δεν προκύπτει πότε τουρκοφώνησαν οι Ελληνικοί αυτοί πληθυσμοί, ωστόσο προκύπτει ότι κάποτε αυτοί οι ίδιοι πληθυσμοί μιλούσαν μόνο Ελληνικά και επιχαίρει για το γεγονός ότι η εκπαιδευτική προσπάθεια κυρίως μητροπολιτών κατά τα τελευταία έτη, απέδωσε καρπούς. Διαφαίνεται μάλιστα η ικανοποίηση του στο γεγονός όχι τόσο της προσπάθειας των μητροπόλεων να εκπαιδεύσουν τους τουρκόφωνους, αλλά η επιθυμία των τουρκόφωνων να λάβουν Ελληνικήν παιδείαν, και τούτο προκύπτει από τη γραφίδα του : «….η επιθυμία του ανακτάν την απωλεσθείσαν εν τους πλείστοις των κατοίκων προγονικήν αυτών γλώσσαν, αναφαίνεται θερμοτέρα». Ο Παντελής Κοντογιάννης, ( «Γεωγραφία της Μικράς Ασίας» – Έκδοση Συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1921) γράφει για την περιοχή της Μπάφρας : «….η δε Ελληνική γλώσσα έχει να επιδείξει κατά τα τελευταία έτη, διάδοσιν τεραστίαν δια των σχολείων….». σημειώνεται ότι το βιβλίο του γράφτηκε το 1921 περίοδο αφορούσα στις διεκδικήσεις κατά την οποία ο Ελληνισμός ήταν όχι μόνο ακμαίος αλλά και συνεχώς ανδρούμενος. Ο Κωνσταντίνος Άμαντος περιγράφοντας το Ελληνισμό της Μικράς Ασίας κατά το μεσαίωνα, δεν κάνει καμία νύξη για την τουρκοφωνία των Ελλήνων στον Πόντο. Ενώ ισχυρίζεται ότι πολλές εθνότητες, ήτοι, Ζεϊμπέκοι, Ταχτατζήδες, Κιζιλμπάσηδες, Γιουρούκοι, καίτοι εξισλαμίσθηκαν και εξωτερικώς εφέροντο ως Τούρκοι, …. « …δεν δύνανται να θεωρηθούν Τούρκοι, διότι έχουσι ίδια (δικά τους) θρησκευτικά έθιμα, πίνουν οίνον, τρώγουν χοιρινόν κρέας, δεν τηρούν τα μωαμεθανικάς προσευχάς, τελούσι και πολλάς χριστιανικάς τελετάς, άλλας μυστικώς και άλλας φανερώς. Επιτρέπουν εις τας γυναίκας των να εξέρχονται ακάλυπτοι, πιστεύουν εις την μετεμψύχωσιν, αποδίδουν σεβασμόν εις τα δέντρα και λίθους. Υπο των τούρκων μισούνται….»
Κι ενώ κάνει εκτενή αναφορά για τους κρυπτοχριστιανούς, αυτούς δηλαδή που φανερά ήταν τούρκοι (στη γλώσσα και τη θρησκεία), αλλά κρυφά ήταν χριστιανοί, δεν αναφέρει ούτε μία σειρά γι’ αυτούς που φανερά μιλούσαν τουρκικά και φανερά ήταν χριστιανοί. Ο Άμαντος που ταυτίζει τον Χριστιανισμό (δηλαδή την ορθοδοξία), με τον Ελληνισμό, θεωρεί προφανώς περιττό να ασχοληθεί με την Ελληνικότητα των τουρκόφωνων Χριστιανών. Αναφερόμενος στη γλώσσα των Ελληνοποντίων, γράφει : «…..Η γλώσσα των Ελλήνων του Πόντου, διατηρήσασα πολλούς Ιωνισμούς και ακολουθήσασα εξέλιξιν εν μέρει διάφορον της συνήθους Ελληνικής, αποδεικνύει ότι αυτόθι διετηρήθη δια των χιλιετηρίδων αρχαίος και πολύς Ελληνισμός….». Ο Δ. Οικονομίδης, ( «Ο Πόντος και τα δίκαια του εν αυτώ Ελληνισμού» – Έκδοση του Συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1920), για τους τουρκόφωνους Έλληνες του Πόντου, γράφει : «….Οι Έλληνες χριστιανοί της επαρχίας Μπάφρας, είναι το μέν τουρκόφωνοι, το δε ελληνόφωνοι και γράφουσι μεν εν τη τουρκική γλώσση αλλά δια των γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου (ως οι Καισαρείς), εντός της πόλεως όμως είναι ελληνόφωνοι, καθόσον από εικοσαετίας και εντεύθεν. η Ελληνική γλώσσα διεδόθη καταπληκτικώς δια των σχολείων…»
Ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος ( «Περιηγήσεις εις τον Πόντο» Τυπογραφείο του Κράτους, Αθήνα 1903, σελ 330) χαρακτηρίζει περίεργο το φαινόμενο της Τουρκοφωνίας των Χριστιανών Ορθοδόξων στους νομούς Σεβάστειας, Άγκυρας και Καισάρειας, μάλιστα δε και της Μπάφρας για την οποία εκφράζει και την απορία του. Ειδικά για τη Μπάφρα δίνει πολλά στοιχεία της κοινωνικής, θρησκευτικής, οικονομικής, γλωσσικής, εκπαιδευτικής και πληθυσμιακής κατάστασης των ορθοδόξων τουρκόφωνων. «Επιστήμονες δε, αριθμούνται πολλοί, απολαύσαντες τα πρώτα φώτα των γραμμάτων εν τοις εκπαιδευτηρίοις της Μπάφρας»
Δεν επιχειρεί να δώσει εξήγηση των λόγων της τουρκοφωνίας και πότε αυτή επικράτησε, αντιθέτως είναι σαφής για τον εκμουσουλμανισμό των Χριστιανών Ορθοδόξων των και σήμερα Ποντιόφωνων (Ελληνόφωνων) των περιοχών Όφεως και Θοανίας ο οποίος συνετελέσθη τα έτη 1685-1690. Κατά τον γνωστό Μπαφραίο ερευνητή Γεώργιο Αντωνιάδη ο οποίος ανάλωσε τη ζωή του στην έρευνα για την ιστορία, τις παραδόσεις και τον πολιτισμό των τουρκόφωνων Ποντίων, οι οθωμανοί κατά το δεύτερο ήμισυ του 17ου αιώνα επιχείρησαν βίαιο εκτουρκισμό των Ελληνοποντίων, υποχρεώνοντας τους να επιλέξουν θρησκεία ή γλώσσα. Η σκέψη των τούρκων ήταν προφανής, ότι δηλαδή, όποια κι αν ήταν η επιλογή των Ελλήνων Ποντίων, θρησκεία ή γλώσσα, θα οδηγούσε στο ένα και αυτό αποτέλεσμα. Εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε ότι οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου που προτίμησαν να κρατήσουν τη γλώσσα και να αλλάξουν τη θρησκεία ( Όφις – Ριζαίο – Θοανία – ευρύτερη περιοχή της Τσάϊγκαρας) τελικώς ετουρκίσθηκαν και οι Έλληνες του δυτικού Πόντου που προτίμησαν να κρατήσουν τη θρησκεία τους και να αλλάξουν τη γλώσσα τους, τελικώς παρέμειναν στον Ελληνισμό. Αν στα σχέδια των σουλτάνων δεν ήταν ο βίαιος εκτουρκισμός αλλά ο βίαιος εκμουσουλμανισμός των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, θα υπήρχαν ιστορικές αποδείξεις. Αντιθέτως η ιστορία δεν καταγράφει ομαδικούς και δή βίαιους εξισλαμισμούς. Όπως γράφει ο Άμαντος «…μεγάλαι ομαδικαί εξισλαμίσεις Ελλήνων δεν έγιναν ουδέ επι των οθωμανών Τούρκων, αλλά αι μικραί και βαθμιαίαι δεν έλειψαν». Οι οθωμανοί που πέτυχαν τον εξισλαμισμό των ποντιόφωνων Οφιτών, θα μπορούσαν ευκολότερα να πετύχουν τον εκμουσουλμανισμό των Δυτικοποντίων τουρκόφωνων. Δεν προκύπτει όμως από κάπου, να το έχουν επιχειρήσει. Προφανώς είναι άλλοι οι λόγοι της τουρκοφωνίας των Δυτικοποντίων.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, μητροπολίτης της κατ’ εξοχήν αυτής τουρκόφωνης περιοχής από το 1908 μέχρι το 1922, παρότι ίδρυσε πολλά σχολεία και πνευματικά ιδρύματα και συνεργάστηκε στενά με τους τουρκόφωνους καπεταναίους, στη συνέντευξη του στην Αντιγόνη Μπέλλου – Θρεψιάδου ( «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη, Εκδόσεις Τροχαλίας, Αθήνα 1984), ουδόλως επιχειρεί να ερμηνεύσει την τουρκοφωνία αυτών των ανθρώπων, αποφεύγει να αναφερθεί κατ’ ελάχιστο στην τουρκοφωνία τους. Του αρκεί που είναι Έλληνες και Χριστιανοί !!! Άλλωστε και στην Καστοριά οι καπεταναίοι με τους οποίους συνεργάστηκε κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων, ήταν αλλόγλωσσοι. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο θρυλικός αυτός ιεράρχης, υπήρξε μητροπολίτης Καστορίας στο διάστημα 21.10.1900 μέχρι 5.2.1908 και μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού στον Πόντο με έδρα την Αμισό (Σαμψούντα) από 5.2.1908 μέχρι 27.10.1922. Και στις δύο μητροπόλεις, πέρα απ’ το ποιμαντικό – αρχιερατικό του έργο, επέδειξε και εθνικό. Κατά των βουλγάρων κομιτατζήδων στην Καστοριά και κατά των τούρκων τσετέδων στον Πόντο. Κι ενώ θήτευσε στην Καστοριά μόνο εφτάμιση χρόνια (7,5), ενώ στη Σαμψούντα πάνω από δεκατεσσεράμισυ χρόνια (14,5), είναι γνωστός στο Πανελλήνιο και μνημονεύεται μόνο ως μητροπολίτης Καστοριάς. Τούτω αποδεικνύεται ακόμα και σήμερα αν παρατηρήσετε οποιοδήποτε σχολικό εγχειρίδιο, ή κάδρο, αλλά και την προτομή του δίπλα στην Παναγία Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχαήλ Στάϊκος, μητροπολίτης Αυστρίας, έξαρχος Ουγγαρίας και Μεσευρώπης στο βιβλίο του με τίτλο «Γερμανός Καραβαγγέλης Μητροπολίτης Αμασείας και Έξαρχος Κεντρικής Ευρώπης 1924-1935», ομολογεί : «…..Και ενώ έχει τονισθεί οπωσδήποτε η εντυπωσιακή παρουσία του Γερμανού Καραβαγγέλη εις την Μητρόπολιν Καστορίας και έχει εξαρθεί η προσφορά του εις τον Μακεδονικόν Αγώνα κατά τα κρίσιμα έτη 1900-1907, δεν είναι επαρκώς γνωστή η παρουσία του, εις την Μητρόπολιν Αμασείας»
Σε αυτό το σημείο οφείλω να επισημάνω ότι ο κος Παυλίδης Θεόδωρος (δικηγόρος Κιλκίς ) φλογερός Μπάφραλης και δεινός γνώστης και ερευνητής της ιστορίας των τουρκόφωνων Δυτικοποντίων, δημιούργησε το Σύλλογο Δυτικοποντίων νομού Κιλκίς “Ο ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΚΑΡΑΒΑΓΓΕΛΗΣ” προς τιμή του ιεράρχη των γονέων του αλλά και ως ελάχιστο φόρο τιμής και αναγνώρισης για την βαριά προσβολή του ονόματος του Ιεράρχη από το επίσημο Ελληνικό κράτος και την επίσημη Εκκλησία. Ο σεπτός αυτός Έλληνας αγωνιστής ιεράρχης απεβίωσε γεμάτος πίκρα που η πατρίδα τίποτε δεν του αναγνώρισε από την υπέρ 30 έτη διακονία του και από την προσφορά του στο Γένος, τόσο κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, όσο και κατά την παραμονή του στον Πόντο. Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης στη διαθήκη του, στην οποία, κληρονόμο του κατέστησε τη γενέτειρά του Στύψη Λέσβου, έτσι εξέφρασε την πικρία του για την αγνωμοσύνη που έδειξαν τόσο η Πολιτεία όσο και η Εκκλησία: “Η κηδεία μου θα γίνει στο Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση με ένα μόνο ιερέα, χωρίς διάκονο. Δεν δέχομαι δε στην κηδεία μου ούτε αντιπρόσωπο του κράτους, ούτε της εκκλησίας, εάν τυχόν ήθελαν αναμνησθή μετά θανάτου τας εθνικάς μου υπηρεσίας. Δεν χρεωστώ εις κανένα ουδέ οβολόν, εις το Έθνος προσέφερα ό,τι ήτο δυνατόν ως Ιεράρχης του ’21…”. Οι Τούρκοι επιχείρησαν να αποκόψουν του Έλληνες από τη μητρική τους γλώσσα γιατί πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εκμουσουλμάνιζαν τους Χριστιανούς. Οι τουρκόφωνοι όμως Έλληνες παρά την απώλεια της γλώσσης, διατήρησαν τα έθιμα, τις συνήθειες και τα πολιτιστικά τους χαρακτηριστικά.
Κατά τον Συμεών Κοιμίσογλου ( «Καπαδοκία» Εκδόσεις I.L.Production. Θεσσαλονίκη 2005, σελ,205 & επόμ,), ο Gaston Deschams σε μία διάλεξη του στο Παρίσι, αναφέρεται στην προσπάθεια των Ελλήνων Χριστιανών της Ισπάρτα της Πισιδίας να μάθουν Ελληνικά. Λέει λοιπόν στη διάλεξη του ο Gaston Deschams : « Δοκίμασα να συνεννοηθώ με τους κατοίκους αυτούς αλλά έμεινα έκπληκτος γιατί δε με καταλάβαιναν. Ήσαν Έλληνες οι οποίοι μιλούσαν τούρκικα. Ένας από αυτούς, κατακόκκινος από ντροπή, γιατί ήταν αναγκασμένος να εκφράζεται σε γλώσσα που δεν είχε κανένα λόγο να αγαπά είπε : “Τι να κάνουμε; Πρίν από πολλά χρόνια συνέβη κάτι φοβερό και πρωτάκουστο στην πόλη μας. Οι τούρκοι πήραν και έκοψαν τις γλώσσες μιας ολόκληρης γενιάς συμπατριωτών μας, ανδρών και γυναικών για να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα. Έτσι, δε μπορούμε να μιλάμε πιά Ελληνικά και αυτό μας λυπεί πολύ. Είναι κάτι φοβερό και μας κάνει να κοκκινίζουμε από ντροπή μπροστά στους ξένους. Ρωμιοί είμαστε αλλά μιλάμε τουρκικά. Το αλφαβητάρι μας είναι Ελληνικό αλλά εκφραζόμαστε τούρκικα”. Κατά την άποψη του Συμεών Κοιμίσογλου, η γνωστή υπόθεση του παπα Ευτύμ (Ευθύμιου Καραχισαρίδη) εντάσσεται στα ευρύτερα σχέδια του κεμαλισμού να αναγνωρισθούν οι Τουρκόφωνοι Χριστιανοί ως εκχριστιανισθέντες τούρκοι. Ο δάσκαλος του Γένους Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης («Η Αξό της Καπαδοκίας» Εκδόσεις Ορέστης Μαυροχαλυβίδης, Αθήνα 1990), αναφέρει ότι μετά το Χαττί Σερίφ 1839 και Χαττί Χουμαγιούν 1856, έπαυσαν να γίνονται ομαδικές εξισλαμίσεις (οι οποίες κατά τεκμήριο επάγονται και τουρκοφωνήσεις). Με την εκπαίδευση επανήλθε η Ελληνική γλώσσα στους τουρκόφωνους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Βάσιμη επομένως θεωρείται η εκτίμηση ότι η τουρκοφωνία ήταν καθολική τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα. Πλησιέστερη προς την αλήθεια (αναφέρει στο βιβλίο του ο Θεόδωρος Ε. Παυλίδης – Δικηγόρος Κιλκίς – «Ο Ελληνισμός του Δυτικού Πόντου» Εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη 2009), η εξήγηση της τουρκοφωνίας των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου, που επιχειρεί ο Α. Παπαδόπουλος («Ο υπόδουλος Ελληνισμός της Ασιατικής Ελλάδος, εθνικώς και γλωσσικώς εξεταζόμενος» Έκδοση του συλλόγου προς διάδοση ωφέλιμων βιβλίων, Αθήνα 1919). «…ο χρόνος της κατακτήσεως και της γειτνίασης προ ικανόν τούρκικον στοιχείον συνετελέσθη εις την λήθην της Ελληνικής. Αλλά προκειμένου περί των Τουρκόφωνων συνοικιστών εγγύς της θαλάσσης εν τη επαρχία Αμασείας δεν ίσχυε πλέον ο λόγος ούτος, διότι μένει ανεξήγητο πως υπάρχουν τουρκόφωνοι εν Τσαρσαμπά εις μικράν απόστασιν από της περιφερείας Αμισού ένθα είναι πυκνότατος ο Ελληνικός πληθυσμός. Ή, πως υπάρχουν εν Μπάφρα και Αλατσάμι τουρκόφωνοι, ενώ εν Κέρζε και Σινώπη Ελληνόφωνοι. Το ζήτημα λύεται ευκόλως αν δεχθώμεν ότι ασφαλώς οι τουρκόφωνοι αυτοί πληθυσμοί δεν είναι ιθαγενείς αλλ’ επίλυδες, κατελθόντες εις χρόνον, όχι πολύ απομακρυσμένον εκ των μεσογείων χωρίων της Καππαδοκίας επί την θάλασσαν δια να αποφύγουν τας κακώσεις των τούρκων ή ίσως και χάριν εμπορίου ή γεωργικών αναγκών. Άλλωστε η μεταναστευτική αυτή τάσις των Καπαδοκών επι τας παραλίους προς τον Εύξεινον χώρας εξακολουθεί και μέχρι σήμερον. Εκ Κεσαρείας απώκησαν οι κάτοικοι του Μαρσουβάν (Μερζιφούντας) και της κώμης Ζήλε, ωσαύτως δε εκ της αυτής επαρχίας άποικοι είναι οι πλείστοι των κατοίκων της Αμισού οι οποίοι άρχισαν να συρρεύουν από τα μέσα του 19ου αιώνος. Οι αρχαίοι Ελληνόφωνοι κάτοικοι της πόλεως αποτέλουν ίδιον συνοικισμόν, υπερκείμενον της νέας πόλεως ονομαζόμενον Καδήκιοϊ».
Ομοίως ο Ιάκωβος Κουλοχέρης («Η Αμισός και τα πάθη της» Εκδόσεις Αδερφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991), γράφει : “πρίν διακόσια χρόνια η Πάφρα ήταν μικρή και ασήμαντη κωμόπολη. Τα φυσικά της όμως πλεονεκτήματα τράβηξαν την προσοχή των έμπειρων Καραμανλήδων, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μπάφρα πρίν εκατόν πενήντα χρόνια, εγκαταλείποντας τις μέχρι τότε εστίες τους, χωρίς δισταγμό. Οι Καραμανλήδες αυτοί, συναδελφώθηκαν αμέσως με τους Παφραίους και άρχισαν να εργάζονται με εκείνους σαν γνήσια παιδιά του τόπου, με τους ίδιους πόθους και τα ίδια όνειρα. Σε λίγο καιρό, κατάφεραν να αναδείξουν την Πάφρα σε πόλη εμπορική. Τα δε περίχωρα της με τα εκατόν δεκαέξι χωριά, σε κέντρα γεωργικά ακμάζοντα και ανθούντα. Ολόκληρος ο τόπος έγινε ζηλευτός για την ευμάρεια των κατοίκων του. Στο διάστημα αυτό, επήλθε μία σημαντική αλλαγή στη ζωή των Ελλήνων της Μπάφρας”.
Σημειώνει ο κ. Θεόδωρος Παυλίδης : “…. φαίνεται ότι επλειοψηφούσαν οι τουρκόφωνοι Καραμανλήδες και γι’ αυτό το λόγο επικράτησε εκεί ως μητρική γλώσσα η τουρκική….”. Ο εποικισμός της Αμισού από Καπαδόκες αναφέρεται σε πολλές ιστορικές πηγές. Φαίνεται ότι μέρος αυτών εγκαταστάθηκε στη Μπάφρα. Το γεγονός ότι και οι Μπαφραίοι χρησιμοποιούσαν μέχρι την αρχή του εικοστού αιώνα την Καραμανλική γραφή, πιθανολογεί την παρουσία Καπαδοκών στην περιοχή. Εξάλλου το επώνυμο Ανταβάλογλου που παραπέμπει στο Ανταβάλ της Καπαδοκίας, το έφεραν γνωστές οικογένειες της Μπάφρας. Σε ιστορικό φυλλάδιο του Δήμου Μπάφρας (το οποίο έχει στην κατοχή του ο κ Παυλίδης), αναγράφεται ότι μετά τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 μ.Χ., η Μπάφρα πέρασε στα χέρια των Σελτζούκων και το 1214 ο σελτζούκος ηγεμόνας της Ανατολίας Izzetin Keykuvas εγκατέστησε εκεί τη φυλή των Τουρκμένων. Το 1243 με την είσοδο των Μογγόλων, γκρεμίστηκε η αυτοκρατορία των Σελτζούκων και αυτό έγινε η αιτία να εγκατασταθούν στην περιοχή, τούρκοι μπέηδες. Αυτή την εποχή ιδρύθηκε στην περιοχή ένα μικρό Σελτζούκικο μπεηλίκι, το μπεηλίκι της Μπάφρας. Τελικά, το 1460 μ.Χ. η Μπάφρα πέρασε στην κυριαρχία των Οσμανλήδων. Επειδή τα μπεηλίκια δεν παρείχαν τις στοιχειώδεις εγγυήσεις ενός οργανωμένου κράτους, σε επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γλώσσας, θρησκείας, πολιτισμού, κ.ο.κ., δεν είναι απίθανο η μεταλλαγή της γλώσσας των Ελλήνων να έγινε βίαια σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο των ετών 1214 – 1460 μ.Χ.
Κατά τον ιατρό κ. Τάσο Αμανατίδη (τέως δήμαρχο Κιλκίς), τα φορολογικά, διοικητικά και άλλα ετεροβαρή μέτρα, που επέβαλε το οσμανικό σύστημα μόνο στους αλλόθρησκους (δηλαδή στους μη μουσουλμάνους), οδήγησαν στον εθελούσιο εκμουσουλμανισμό των πλουσίων και γαιοκτημόνων αλλά και των καλοζωιστών χριστιανών. Βασικό στοιχείο παραμένει όμως ότι παρότι εμουσουλμανίστηκαν, δεν άλλαξαν θρησκεία.
Ιστορικά, παραμένει άγνωστος ο τρόπος και ο χρόνος της τουρκοφωνίας των Ελλήνων του δυτικού Πόντου, ενώ απ την άλλη πλευρά είναι σαφώς γνωστός ο βίαιος εξισλαμισμός της περιοχής του Όφεως το 1650 -1660 μ.Χ. επί εποχής Βεζύριδων Κιοπρουλήδων. Πιθανότητα ομαδικής τουρκοφώνησης αποκλείεται και για τον πρόσθετο λόγο ότι ανάμεσα στα τουρκόφωνα χωριά της περιφέρειας Αμισού, υπήρχαν και πολλά Ελληνικά στα οποία μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο. Επομένως, η περίπτωση να επιβλήθηκε η τουρκοφωνία σε κάποια Ελληνικά χωριά και σε κάποια άλλα όχι, είναι λίαν απίθανη. Φαίνεται τελικά ότι πολλοί υπήρξαν οι λόγοι της τουρκοφωνίας στην περιοχή της Μπάφρας. Σίγουρα αυτό δεν έγινε εφάπαξ. Η Ελληνική γλώσσα των Ποντίων κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν αμφισβητείται ιστορικά. Άλλωστε, ιδίωμα της επιβίωσε μέχρι τις ημέρες μας. Ολίγον κατ’ ολίγον σε αυτή την περιοχή, οι Έλληνες άρχισαν να τουρκοφωνίζουν.
Πού κατενεμήθη ο τουρκόφωνος πληθυσμός μετά την ανταλλαγή στην Ελλάδα :
Κατά τον καθηγητή Στάθη Πελαγίδη, ο Ελληνισμός στην περιφέρεια Αμάσειας ανερχόταν σε 173.683 ψυχές. Στην επαρχία της Μπάφρας 40.500 ψυχές. Ο Χρήστος Σαμουηλίδης, στο βιβλίο του “ H Αμισός και η περιφέρεια της” αναφέρει ότι οι Έλληνες του Σαντζακίου Τζανίκ (Σαμψούντος) ανήρχοντο στις 71.000 ψυχές. Ο Γεώργιος Βαλαβάνης αναφέρει ότι οι Ελληνορθόδοξοι της Μητροπόλεως Αμάσειας και Αμισού πρίν το γενικό πόλεμο ανήρχοντο στις 183.000 ψυχές.
ΠΗΓΗ: kotsari.com