Πεντακόσια χρόνια δουλείας του έθνους κάτω από τον απηνέστερο ζυγό των τούρκων, δεν έχει να παρουσιάσει θλιβερότερη σελίδα από εκείνη την οποία αφήνει η αιματοβαμμένη εποχή του οσμάν αγά.Καμία αναλογία δε μπορεί να γίνει για τη θεομηνία με τις περιοδικές σφαγές τις οποίες από καιρού εις καιρόν εφάρμοζαν οι τουρκικές κυβερνήσεις κατά των χριστιανών.Είναι αλήθεια ότι οι τούρκοι προχωρούν σε διωγμούς πάντα με υποδείξεις των κυβερνήσεων τους, τις οποίες τις εφαρμόζουν με σύστημα και σχέδιο.Οι διαταγές του κομιτάτου και του απαίσιου κεμάλ μουσταφά περί ολοσχερούς καταστροφής των χριστιανών, βρίσκει τεράστια ανταπόκριση από τον τουρκικό πληθυσμό, ώστε δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να δοθεί το σύνθημα της επίθεσης από ένα και μόνο άνθρωπο για να ζωντανέψει η κόλαση.Η τουρκική φυλή ερεθισμένη από τη γενική αποτυχία και τις συμφορές του γενικού πολέμου αφενός και αφετέρου συνηθισμένη στις σφαγές των ραγιάδων και στην υφαρπαγή των περιουσιών τους, ήταν έτοιμη να ξεθυμάνει εναντίων των ανυπεράσπιστων Ελλήνων.
Ο μουσταφά κεμάλ δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να ξεκλειδώσει τον φανατισμό των αδερφών του, γνωρίζοντας πολύ καλά τα αισθήματα, τις ορέξεις και το ατελείωτο μίσος τους κατά των χριστιανών.Ούτε κατά την περίοδο των γενιτσάρων, ούτε στις αλώσεις φρουρίων και πόλεων, ούτε κατά το 1821, ούτε στις μεγάλες σφαγές των Αρμενίων, φάνηκαν οι τούρκοι τόσο άγριοι και αχαλίνωτοι σε κτηνωδία και απανθρωπιά. Στην προκειμένη περίπτωση δε δόθηκε καμία χάρη, ούτε περίοδος ή προθεσμία ειρήνης. Ένας μόνο όρος υπήρχε, αυστηρός και άτεγκτος : Η εξόντωση των χριστιανών με κάθε μέσον, αδιακρίτως φύλλου ή ηλικίας. Κάθε χριστιανός ήταν επικηρυγμένος και κάθε πιστός τούρκος είχε το δικαίωμα να τον σκοτώσει σε κάθε ευκαιρία.Στην Κερασούντα, όλη η εξέχουσα κοινωνική τάξη, για μεγάλο χρονικό διάστημα αναγκάστηκε σε καταναγκαστικά έργα, εργαζόμενη χειρονακτικά για τη μεταφορά λίθων προκειμένου για την οικοδόμηση των ιδιόκτητων κτηρίων του οσμάν αγά και έπειτα μέρα μεσημέρι σφάχθηκαν αγρίως άπαντες.
Η φιλαρμονική της πόλεως η οποία αποτελείτο από σπουδαίους και φιλόμουσους νέους για μεγάλο χρονικό διάστημα αναγκάστηκε να νανουρίζει τον αιμοδιψή τύραννο στις οργιαστικές του τελετές. Στο τέλος όμως εσφάγισαν κατά τον πλέον αξιοθρήνητο τρόπο. Μόνο ένα μέλος της κατάφερε να διαφύγει.Επιστήμονες, γιατροί, δικηγόροι, ιερείς, έμποροι και διανοούμενοι από κάθε τάξη κάθε μέρα στέλνονταν στη σφαγή απ τον οσμάν αγά. Χριστιανοί στέλνοντας στα δικαστήρια της ανεξαρτησίας χωρίς λόγο ή αδίκημα και καταδικάζοντας σε θάνατο. Οι ιερείς υπέστησαν πανωλεθρία. Έκοβαν τα κεφάλια τους και τα άφηναν σε κοινή θέα σε κεντρικές οδούς. Η ιατρική κοινότητα της Κερασούντος αποδεκατίστηκε. Υπήρχε ιδιαίτερος φθόνος κατά των επιστημόνων.Ο οσμάν αγάς ήταν αγράμματος και άξεστος αλλά είχε συγκεντρώσει στο πρόσωπο του τεράστια πολιτική δύναμη και πάντοτε κατόρθωνε να επωφελείται τις αδυναμίες των αντιπάλων του. Επί της κυβερνήσεως Βενιζέλου, ο οσμάν αγάς μόλις και μετά βίας κατόρθωνε να εξωτερικεύει τα εθνικιστικά του συναισθήματα. Μετά την ανατροπή όμως του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, έγινε τρομερός και απείλησε την τιμή και τη ζωή ολόκληρου του χριστιανισμού της τουρκίας και εξόντωσε το μεγαλύτερο μέρος του μέσα σε δύο μόνο χρόνια. Υπολογίζεται ότι τα θύματα του οσμάν αγά και των τσετέδων σε όλο τον Πόντο ανέρχονται σε 70.000 ψυχές. Με απίστευτη επιτηδειότητα κατάφερε να εκμεταλλευτεί μία εσωτερική διαμάχη μεταξύ μερίδας Ελλήνων των οποίων η φρόνησης είχε υποστεί τραύματα και ενώ έφεραν Ελληνικά ονόματα, κατήγγειλαν ομόθρησκους τους Έλληνες στον τούρκο διοικητή ότι δήθεν ήταν Βενιζελικοί. Λησμόνησαν ότι ήταν Έλληνες και έπρεπε να έχουν ομόνοια μεταξύ τους πόσο μάλλον όταν είχαν απέναντι τους ένα θηρίο….τον οσμάν αγά. Το ζήτημα έλαβε τεράστια έκταση και ενεπλάκει και το Οικουμενικό πατριαρχείο δεχόμενο πιέσεις μερίδας προκρίτων οι οποίοι ζητούσαν την απομάκρυνση του μητροπολίτου Λαυρεντίου.Το Οικουμενικό πατριαρχείο έστειλε ως έξαρχο τον έντιμο και δραστήριο άγιον Απολλωνιάδος κ. Ιωακείμ του οποίου η παρουσία όμως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα ρίχνοντας λάδι στη φωτιά.Ο οσμάν συγκέντρωνε ενυπόγραφες καταγγελίες Ελλήνων κατά του οικείου μητροπολίτη. Αρχικά και μεθοδικά «καθάριζε» τους πρόκριτους που στρέφονταν κατά του μητροπολίτη μέρα μεσημέρι στην αγορά της πόλης, με τεράστια αγριότητα. Τον δε Πατριαρχικό έξαρχο κ Ιωακείμ με απειλές και δια της βίας τον επέβαλε σε εξευτελισμούς και κακοποίηση αλλά και τον χρηστότατο εκείνο πολίτη της Κερασούντος αείμνηστο Σπύρο Σουρμελή με την κατηγορία ότι φιλοξενούσε τον πατριαρχικό έξαρχο τον έστειλε στα δικαστήρια της Αμάσειας όπου μία αστεία και κωμική δίκη τον καταδίκασε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Την ίδια τύχη είχε και ο αδερφός του Ιορδάνης Σουρμελής. Δυστυχώς μέχρι σήμερα υπάρχει και στην Ελλάδα μία μερίδα που συνεχίζει αυτή την αποτρόπαιη πράξη της υποστήριξης του Βενιζέλου η οποία τόσο μεγάλη καταστροφή και όλεθρο είχε προξενήσει στον Ελληνικό χριστιανικό λαό της Κερασούντος. Αρκεί να σημειωθεί ότι κατά το μνημόσυνο του απαίσιου Χατζή Θεοδώρου Πανίδη στην Κερασούντα, επειδή κάποια παιδία ανέτρεψαν τους δίσκους των κολλύβων, υπακούοντας σε παραγγελία κάποιων ενδιαφερομένων, επενέβη ο οσμάν αγάς και θανάτωσε την ίδια στιγμή τρία παιδιά. Στον βαλκανικό πόλεμο του 1912 κατά της τουρκίας ο οσμάν αγάς γράφτηκε εθελοντής και πήγε στο βουλγαρικό μέτωπο όπου τραυματίστηκε στο πόδι. Από τότε έμεινε κουτσός. Παρόλο που συνεργαζόταν με Έλληνες χριστιανούς στην αλιεία και ιδίως με τον Χρήστο Κερχανίδη, εντούτοις έτρεφε μέσα του θανάσιμο μίσος για τους Έλληνες. Στις αρχές του γενικού πολέμου οργάνωσε μία μικρή ομάδα και πήγαν να πολεμήσουν στο ρωσικό μέτωπο. Αν και η δράση του εκεί δεν υπήρξε άξια λόγου, αυτός γύρισε στην Κερασούντα με υψωμένο γόητρο. Όταν οι τούρκοι εκκένωσαν το Ερζερούμ και την Τραπεζούντα και σχηματίστηκε το τουρκικό μέτωπο στον Χαρσιώτη ποταμό κοντά στην Τρίπολη το Μάρτιο του 1915, ο οσμάν αγάς ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του, καλώντας τους τσέτες του και προσαρτήθηκε στα τουρκικά στρατεύματα. Τότε για πρώτη φορά ο οσμάν φερετίν ζατέ τιτλοφορήθηκε αγάς και άρχισε το πραγματικό στάδιο του τυράννου χωρίς κανένα πρόσχημα. Άρπαζε από τα καταστήματα των χριστιανών υφάσματα, δέρματα και άλλα χρήσιμα είδη για να χρησιμοποιήσει ως εξαρτήσεις στα πολεμοχαρή του παλληκάρια.Φορολόγησε πολύ σκληρά τους εύπορους Κερασούντιους και κακοποίησε όσους αρνούνταν να πληρώσουν φόρους και εισφορές που είχε υποβάλει το Μουταφαϊ Μιλιέ.
Στο μέτωπο του Χαρσιώτη είχε συνδεθεί με φιλικό δεσμό με τον Τραπεζούντιο, συνταγματάρχη – αρχηγό του παραλιακού στρατού Χατζή Χαμδή βέην, θρησκομανή και φανατικό τούρκο. Ο οσμάν αγάς του έστελνε συνεχώς ακριβά δώρα και φιλοδωρήματα που άρπαζε από τις περιουσίες των Χριστιανών της Κερασούντος. Ο ευγνώμων φίλος του πρότεινε στον αρχηγό της στρατιάς του Καυκάσου – την προαγωγή του οσμάν στο βαθμό του λοχαγού καίτοι στην πραγματικότητα ιεραρχικώς δεν έφερε καν ούτε τις επωμίδες του το βαθμό του ανθυπασπιστή. Ο οσμάν πολύ νωρίς γύρισε στην Κερασούντα γιατί η πονηριά του του είχε υπαγορεύσει ότι οι μεγαλύτερες νίκες δεν κερδίζονται στο μέτωπο, αλλά μέσα στις πόλεις εναντίων αμάχων και άοπλων πληθυσμών. Από τότε, έστησε το στραταρχείο του στην πόλη της Κερασούντος. Με από λίγο και ενώ συγκέντρωσε δίπλα του όλο το σινάφι των συμπολεμιστών του τσετέδων (άτακτων οπλιτών) αναγορεύθηκε σε κανονικό αρχισυμμορίτη και άρχισε να επιβάλλεται στην κυβέρνηση. Κακοποιούσε στα φανερά τους εύπορους Κερασούντιους με την ανοχή του υποδιοικητή Κερασούντος Αρίφ βέη, μάλιστα δε, διατηρούσε βενζινοκίνητο πλοίο με πειρατικό πλήρωμα με το οποίο συλλάμβανε τα ανύποπτα χριστιανικά πλοία που ταξίδευαν δια θαλάσσης στη ναυτική περιοχή της Κερασούντος. Στο δεύτερο χρόνο του πολέμου μαζί με άλλους ομόφρονους του επιτέθηκε θρασύσατα μέσα στη νύχτα εναντίων της οικίας του εμποροτραπεζίτη Ι. Ι. Σουρμελή τον οποίο αιμόφυρτο και σιδηροδέσμιο έστειλε στο στρατοδικείο του μετώπου σε συνεννόηση με τον απαίσιο φίλο του Χατζή Χαμδή βέη. Μετά από λίγο συνέλαβε και άλλον ομογενή πλουσιότατα και ευγενή τον κ Ιωάννη Δεληγιώργη που ήταν γαμπρός του επιφανούς Ποντίου Κωνσταντίνου Κωνσταντινίδη που κατοικούσε στη Μασσαλία. Τον συνέλαβε λοιπόν και τον έστειλε στον Χατζή Χαμδή με την ανύπαρκτη κατηγορία ότι συνωμοτούσε με τους Ρώσσους. Από τον τρόμο αλλά και από την βαριά αυτή συκοφαντία ο δύσμοιρος πέθανε μέσα στη φυλακή πρίν ακόμα περάσει απ το στρατοδικείο.Σχεδόν ταυτόχρονα με τη σύλληψη του Ι. Σουρμελή, ο οσμάν – πολιόρκησε το σπίτι του πλούσιου κ. Παντελή Ερμείδη τον οποίο έστειλε συνοδεία φρουράς στο στρατοδικείο του μετώπου. Και οι δύο ομογενείς μετά από πολύμηνη κράτηση στο μέτωπο, απεστάλησαν στην Ορδού (Κοτύωρα) και μετά την επιδρομή του ρωσικού στρατού, τους έστειλαν στην Τραπεζούντα. Ο οσμάν, κατά τον γενικό πόλεμο, δεν στάθηκε ούτε στιγμή από το να σκέφτεται δόλια εναντίων των χριστιανών και να πράττει όλες τις φρικαλεότητες. Σύμβουλοι και συνεργάτες του ήταν : ο αδερφός του Χατζής εφένδης, ο ιμάμης Χασάν εφέντης, ο Αϊκιούρ ιμάμης και τέλος ο δολιότατος Λαρτσίν Χατέ χακή βέης.Με τακτικές επιδρομές ο οσμάν και οι τσέτες του αφάνισαν τα Ελληνικά χωριά και τους κατοίκους της επαρχίας Χαλδίας και Κερασούντος προκαλώντας ανεπανόρθωτες συμφορές.
Πρώτοι στη βρωμερή λίστα του οσμάν ήταν πάντα οι ιερείς τους οποίους βασάνιζε, κακοποιούσε, έδερνε και στο τέλος τους έσφαζε.Σειρά είχαν οι προύχοντες και οι εύποροι. Αυτούς τους παρέδιδε στους τσέτες οι οποίοι τους απογύμνωναν και τους θανάτωναν.Μέσα σε μία ημέρα, στην επαρχία Κουρουκιού που απείχε 6-7 ώρες από την Πόλη της Κερασούντας, φόνευσε τρείς ιερείς, δύο γυναίκες και δεκατέσσερις φτωχούς χωρικούς. Οι χωρικοί γνώριζαν τη μανία του και όταν μάθαιναν ότι έρχεται ο οσμάν, άρπαζαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και έφευγαν στα δάση και στα βουνά για να σωθούν. Εκεί ζούσαν επι ημέρες και εβδομάδες σαν άγρια ζώα χωρίς τροφή, σπίτι και ασφάλεια. Μετά την ανακωχή, ο οσμάν αγάς εξόντωσε όλους τους χριστιανούς κατοίκους των 80 χωριών της επαρχίας Χαλδείας. Περικύκλωνε με πολύ στρατό – τσετέδων τα χωριά. Έκλεινε όλους τους ανθρώπους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά μέσα στα σπίτια τους και τους έκαιγε ζωντανούς.Ακόμη και ο Νέρωνας που είχε διεστραμμένη φαντασία δεν είχε σκεφτεί με τόση κακουργία, τρομερότερο και συνολικότερο αφανισμό πληθυσμών. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να καυχηθεί μετά από όλα αυτά ότι, κατόρθωσε να καθαρίσει όλη την ύπαιθρο χώρα από τους βρωμερούς γκιαούρηδες μέχρις ενός. Μετά την ανακωχή, όσοι Έλληνες είχαν καταφύγει στη Ρωσία άρχισαν να επιστρέφουν με ατμόπλοια που είχε επιτάξει η Ελληνική κυβέρνηση. Από το Σοχούμι αλλά και άλλα λιμάνια άρχισε να επιστρέφει ο Ποντιακός Ελληνισμός στις κοιτίδες του. Ο Ελληνισμός αυτός που εκδιώχθηκε με τους διωγμούς από τα χωριά και τις πόλεις όπου γεννήθηκε και έζησε. Η τουρκική κυβέρνηση όμως άρχισε να ταράζεται και να ανησυχεί καθώς έβλεπε την Ευρωπαϊκή κίνηση των Ελλήνων Ποντίων για την απελευθέρωση του Πόντου αφενός, και αφετέρου την κατά κύματα επιστροφή των προσφύγων στην πατρίδα τους.Οι τουρκικές λιμενικές αρχές άρχισαν να προφασίζονται διάφορες δυσκολίες για να απαγορεύουν την παλιννόστηση των Ελλήνων του Πόντου. Έλεγαν ότι για πολιτικούς λόγους η Ρωσία στέλνει πληθυσμό στην τουρκία και ότι ο πληθυσμός αυτός, δήθεν, είχε μεταναστεύσει από τον Πόντο στη Ρωσία πριν από τουλάχιστον 50 χρόνια. Καθημερινά, στα λιμάνια συνέβαιναν πολλά έκτροπα από τους τούρκους οι οποίοι δεν δίσταζαν να αρπάζουν του Έλληνες παλιννοστούντες από τα μαλλιά. Κατά το δεύτερο εξάμηνο της ανακωχής ξεκίνησε μία βενζινάκατος από το Σοχούμι γεμάτη με Έλληνες Χριστιανούς, με προορισμό την Κερασούντα. Μεταξύ τους ήταν και ο Χάτσικας με τον αδερφό του απ την Κουλάκ – Καγιά μαζί με αρκετούς συγχωριανούς τους.Ο Χάτσικας ήταν πολύ γνωστός στους τουρκικούς κύκλους του κομιτάτου και για ευνόητους λόγους, η βενζινάκατος τους απεβίβασε σε απόκεντρη θέση για να μη πέσουν στα χέρια των τούρκων. Παρόλα ταύτα το γεγονός αυτό έγινε γνωστό έγκαιρα στους τούρκους.Ο Χάτσικας και οι σύντροφοι του αντιλήφθηκαν την κίνηση των τούρκων εναντίων τους και κρύφτηκαν σε ένα περιβόλι από φουντουκιές που ανήκε στους αδερφούς Σ. Μαυρίδη, απόσταση δέκα λεπτών από την Πόλη. Η πρόθεση τους ήταν να μείνουν εκεί μέχρι να νυχτώσει για να μπορέσουν να διαφύγουν τη νύχτα στα χωριά τους. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστο ποιός δαίμονας πρόδωσε το κρησφύγετο τους.Τη νύχτα μεγάλη δύναμη τσετών, κολτσήδων, βαρκάρηδων και όλων των αχρείων υποκειμένων της κατώτερης αλλά και της ανώτερης τουρκικής κοινωνίας κάτω από τις διαταγές του οσμάν μαζεύτηκαν για να συλλάβουν 12 Χριστιανούς. Γιατί ;;;; Γιατί τόλμησαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Περίπου 150 οπλισμένοι τούρκοι σχημάτισαν στενό κλοιό γύρω από τα στενά και τους δρόμους από όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν οι 12 κρυμμένοι χριστιανοί. Στο τέλος ο κλοιός έγινε τόσο μικρός ώστε ο Χάτσικας και τα παλικάρια του παραδόθηκαν χωρίς καμία αντίσταση. Τους μετέφεραν δεμένους προς τα κρατητήρια αλλά καθ’ οδό έκριναν φρόνιμο να τους σκοτώσουν. Πάνω στο δρόμο λοιπόν και μπροστά στα μάτια των έκπληκτων χριστιανών τους κατακρεούργησαν. Έπειτα τους μετέφεραν στην πλατεία διοικητηρίου όπου νεκρούς πλέον και κομματιασμένους τους έθεσαν σε κοινή θέα. Αυτό ήταν το πρώτο συνολικό κακούργημα κατά των Χριστιανών μετά την ανακωχή εντός της πόλεως. Από το 1917 ως και το 1921, ο οσμάν, έβαλε σε ενέργεια το σχέδιο του για την απογύμνωση των Ελλήνων Χριστιανών Κερασουντίων από την ακίνητη τους περιουσία. Η επίσημη φορολογία του τουρκικού κράτους αλλά και η ανεπίσημη του οσμάν είχε εξαντλήσει τους Έλληνες της Κερασούντος και τους αφαίρεσε κάθε ίχνος από την κινητή τους περιουσία. Μέσα σε δύο χρόνια, η πλουσιότατη Κερασούντα αλλά και τα σπίτια των Ελλήνων είχαν απογυμνωθεί από τα πολύ απαραίτητα έπιπλα και σκεύη τα οποία πουλούσαν για να μπορέσουν να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Τα κορίτσια και οι γυναίκες έβγαιναν στους δρόμους και πουλούσαν τα ρούχα, τα φορέματα και τα λίγα τους έπιπλα προκειμένου να αγοράσουν λίγο καλαμποκίσιο ψωμί. Τότε ο οσμάν εφάρμοσε το άτιμο σχέδιο του. Καλούσε τους Χριστιανούς στα κατά τόπους κτηματολογικά γραφεία μπροστά σε δύο τούρκους μάρτυρες ή μπροστά σε Χριστιανούς (που τους είχαν σύρει δια της βίας) όπου ομολογούσαν ότι ο ιδιοκτήτης του κτήματος ή της γης είχε λάβει ένα ορισμένο ποσό σαν αμοιβή έναντι της αξίας του ακινήτου του. Τότε, αμέσως γινόταν η μεταγραφή του ακινήτου στο όνομα του οσμάν ή των παλικαριών – συμμοριτών και φίλων του. Με αυτόν τον τρόπο της απάνθρωπης ληστείας και αρπαγής, όλη η ακίνητη περιουσία των Ελλήνων Χριστιανών Κερασουντίων, που ανερχόταν σε πολλά εκατομμύρια λίρες, πέρασε στα χέρια και στην ιδιοκτησία του οσμάν και των φίλων του. Ο χατζή εφέντης, αδερφός του τέρατος που ονομαζόταν οσμάν, ήταν έμπορος και του πρότεινε να εκμεταλλευτούν αυτή την συγκυρία. Αγόρασαν λοιπόν πολλά βενζινοκίνητα πλοία στα οποία φόρτωναν όλα τα κλοπιμαία των Ελλήνων και τα μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη προς πώληση. Εννοείται ότι λειτουργούσε πολύ καλά αυτή η «μηχανή» τους, ώστε να καταφέρνουν να μη πληρώνουν τελωνειακούς δασμούς. Όλο το εξαγωγικό εμπόριο της Κερασούντος που αποτελείτο από φουντούκια (λεπτοκάρυα), δέρματα και δημητριακά, το διενεργούσε το αδερφικό δικτατορικό ζευγάρι. Ο οσμάν άνοιξε συνεργασίες και με άλλες παρευξείνιες πόλεις όπως το Βατούμ από όπου μετέφερε ρώσικα προϊόντα τα οποία διέθετε προς πώληση στις παράλιες πόλεις του Πόντου. Τα κέρδη του οσμάν από τις επιθέσεις – ληστείες και πειρατείες κατά πλοίων που έπλεαν στη μαύρη θάλασσα δεν έχουν μονάδα μέτρησης. Το 1920 ομάδα πειρατών του είχε επιτεθεί στο ρωσικό πλοίο Κωνσταντίνος. Στη συνέχεια έκανε νυχτερινές επιδρομές στα σπίτια των Χριστιανών και μάζευε τα όπλα που υπήρχαν εκεί με τη συνοδεία τσετέδων άτακτων στρατιωτών. Χτυπούσαν, κακοποιούσαν και μαστίγωναν τους άντρες του σπιτιού για να μάθουν που έχουν κρυμμένα τα όπλα. Στα σπίτια των Χριστιανών όμως δεν υπήρχαν κρυμμένα όπλα. Οι μαστιγώσεις ήταν τόσο άγριες ώστε σταματούσαν μόνο όταν οι τούρκοι κατάφερναν να αποστάσουν την υπόσχεση των Ελλήνων ότι αύριο θα έχουμε έτοιμα τα όπλα για να περάσετε να τα παραλάβετε. Οι κακόμοιροι Έλληνες Χριστιανοί αναγκάζονταν να βγούν καταντροπιασμένοι την επόμενη μέρα από τα σπίτια τους για να αναζητήσουν και να αγοράσουν όπλα από τους τούρκους έναντι αδράς αμοιβής για να τα παρουσιάσουν στη συνέχεια πάλι στους τούρκους ως δήθεν δικά τους. Οι τούρκοι έφταναν σε τέτοιο σημείο χυδαιότητας ώστε να παρουσιάζουν παλιές φωτογραφίες των Ελλήνων Χριστιανών που στις εθνικές επετείους φωτογραφίζονταν οπλισμένοι μάλιστα με δανεικά όπλα από γνωστούς τούρκους. Η επιχείρηση αυτή της περισυλλογής των όπλων απέφερε τεράστια χρηματικά ποσά στα ταμεία του οσμάν. Ο οσμάν κήρυττε ότι ήταν απεσταλμένος του αλλάχ με αποστολή να αφανίσει τους Χριστιανούς. Αντικειμενικός σκοπός του ήταν πλήρης εξαθλίωση του Ελληνικού Χριστιανικού πληθυσμού της Κερασούντας μέσα από έναν καλά σχεδιασμένο αποκλεισμό από τον υπόλοιπο Πόντο. Οι Έλληνες δεν είχαν δικαίωμα να ψαρεύουν στη θάλασσα αλλά ούτε και να κολυμπούν σε αυτήν. Υπήρχαν ειδικοί φρουροί των παραλίων οι οποίοι ράβδιζαν αλλά και πυροβολούσαν τους Έλληνες που κόντευαν στη θάλασσα. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αλέσουν τα άλευρα τους στους μύλους. Αυτό επιτρεπόταν μόνο στους τούρκους. Αλλά και στη διανομή του ψωμιού, στο δημαρχείο, πάλι, προτεραιότητα είχαν οι τούρκοι ενώ οι Έλληνες μαστιγώνονταν από την αστυνομία για να μη προλάβουν να πάρουν ψωμί για τις οικογένειες τους. Οι οικογενειάρχες Έλληνες περίμεναν και ολόκληρη ημέρα στο δημαρχείο για ένα ψωμί, αλλά στο τέλος γυρνούσαν στα σπίτια τους με άδεια χέρια και κοιμόντουσαν νηστικοί με τα παιδιά τους. Τα περιστατικά γελοιοποίησης των Χριστιανών ήταν καθημερινά και τα προκαλούσαν οι τούρκοι για να τους λοιδορούν. Έξω από τα εστιατόρια πετούσαν κανένα κόκκαλο στα σκυλιά για να τρέξουν οι πεινασμένοι χριστιανοί να το μαζέψουν. Επίσης μία φορά κοντά στην ακροθαλασσιά είχε ψοφήσει ένα γαϊδούρι και είχαν πέσει πάνω του οι πεινασμένοι χριστιανοί και το διαμέλιζαν για να πάρουν κομμάτια και να τα μαγειρέψουν για να χορτάσουν την πείνα των οικογενειών τους. Οι τούρκοι κοιτούσαν από απόσταση και γελούσαν με το κατάντημα των χριστιανών. Την εποχή που οι παράλιες πόλεις του Πόντου ήταν βυθισμένες στο πένθος και στην απόγνωση, ο Μουσταφά Κεμάλ δια της τουρκικής εθνοσυνέλευσης προέβαινε στην ίδρυση των περιβόητων δικαστηρίων ανεξαρτησίας στην Αμάσεια στα οποία παραπέμφθησαν όχι μόνο Έλληνες Πόντιοι, αλλά και Κούρδοι – Τούρκοι – Άραβες – και Σύροι. Από την Κερασούντα παραπέμφθηκαν όλοι οι επιστήμονες, κοινοτικοί παράγοντες που κατείχαν εξουσία, αλλά και έμποροι, όσοι μετείχαν σε ιδρύματα και αδελφότητες όπως ορφανοτροφεία επιτροπές περιθάλψεως κ.τ.λ. Με αυτό τον τρόπο εστάλη στην Αμάσεια ο αείμνηστος Ιορδάνης Ι. Σουρμελής εμποροτραπεζίτης στη διάρκεια του γενικού πολέμου, ο οποίος όταν συνελήφθη, υπέστη τραγικές κακώσεις και εστάλη στο στρατοδικείο Τρίπολης όπου μετά από μακρά κάθειρξη αθωώθηκε και μεταφέρθηκε στα Κοτύωρα. Εκεί μαζί με 3000 περίπου Κοτυωρίτες μεταφέρθηκε από το Ρωσικό στρατό στην Τραπεζούντα. Μετά την ανακωχή έκανε το λάθος να επιστρέψει στη Κερασούντα, όπου και πάλι συνελήφθη μαζί με την αδερφό του Σπύρο και εστάλησαν στα δικαστήρια ανεξαρτησίας στην Αμάσεια όπου δικάστηκαν και οι δύο και απαγχονίστηκαν. Στην Αμάσεια συνέρρεαν πληθυσμοί από όλο τον Πόντο για να δικαστούν.Από την Έρπαα εστάλησαν ο Χατζή Γρηγόρης και ο Ελευθέριος Χότσας. Από το Χατζή κιοϊ πέντε πρόκριτοι. Απ την Τοκάτη επτά. Από την Κάβζα πενήντα τέσσερις. Από τη Μερζιφούντα οι : Θεοχαρίδης – Παυλίδης – Λαμπριανός, επίσης ένας παιδονόμος και δύο μαθητές οι : Παυλίδης και Νικολαίδης. Εξήντα εννέα Αμισηνοί και ενενήντα ένας Παφραίοι οι οποίοι δικάστηκαν από τον πρόεδρο των δικαστηρίων Εμίνβεη, βουλευτή της Αμάσειας, τους οποίους κρέμασε το άλλο πρωί. Από το Κιόρελε εστάλησαν τέσσερις, από τα Κοτύωρα ο Αβραάμ Τοκατλίδης και επαμεινώνδας Γρηγοριάδης, ο ιατρός Χαζτη Νότας και ο Αλέξανδρος Τσιλιγγέρης ταμίας του μονοπωλίου των καπνών. Οι δύο πρώτοι απαγχονίστηκαν ενώ ο Τσιλιγγέρης απέθανεν και ο γιατρός απαλλάχθηκε.Από τη Φάτσα δώδεκα πρόκριτοι δικάστηκαν και οι έντεκα απαγχονίστηκαν αγρίως, ενώ ο δωδέκατος απαλλάχθηκε.Από την Οινόη, ο Ανδρίκος Ψαρράς, Λεόντιος Ελευθεριάδης και Λεόντιος Τσακιρίδης δικάστηκαν και απαγχονίστηκαν.
Από το Ακ Δάγ Μαδέν είκοσι επτά πρόκριτοι μέσα στους οποίους και ο ιερέας παππά Γεώργιος απαγχονίστηκαν άπαντες. Στην Τοκάτη απαγχονίστηκαν εκατόν πενήντα Έλληνες και Αρμένιοι. Παντού στην Τουρκία είχαν στηθεί αγχόνες. Μόνη ποινή για τους Έλληνες Χριστιανούς….ο Θάνατος.
Αρχές Οκτωβρίου του 1921 στην Αμάσεια εστάλη από την Κερασούντα νέα ομάδα καταδίκων. Μεταξύ τους ήταν οι πρόκριτοι : Χατζή Βασίλειος Παλάσωφ, Νικόλαος Μακρίδης, Γεώργιος Ασλανίδης, Ιωάννης Ελευθεριάδης, Σάββας Τσαούσης, Επαμεινώνδας Παπαδόπουλος και Χαράλαμπος Κεσίσογλους. Αυτοί γλίτωσαν τη δίκη διότι εν τω μεταξύ είχαν καταργηθεί στα λεγόμενα δικαστήρια της ντροπής – τα δικαστήρια της δήθεν ανεξαρτησίας. Οι Χατζή Βασίλειος Παλάσωφ και Νικόλαος Μακρίδης υπέκυψαν στις ταλαιπωρίες και απέθαναν. Όσοι είχαν απαλλαγεί από τα δικαστήρια ανεξαρτησίας ένεκα ακριβώς της κατάργησης τους, δεν κατάφεραν να σώσουν τη ζωή τους από τα νύχια του μαύρου δαίμονα. Μέσα σε μία νύχτα με διαταγή του οσμάν αγά θανατώθηκαν σαράντα τρείς Κερασούντιοι, μεταξύ των οποίων οι πρόκριτοι : Σάββας Παπαδόπουλος, Χαράλαμπος Κεσίσογλους, Χατζή Τσαούσης, Ιωάννης Ελευθεριάδης, Παναγιώτης Ελευθεριάδης και Ιωάννης Β. Μακρίδης. Δίπλα στον ποταμό Ακ Σού την ίδια ημέρα φονεύθηκαν δώδεκα Έλληνες Χριστιανοί μέσα στους οποίους ήταν και δύο γυιοί του Ηλία Εξακούστου. Ο Ελληνικός πληθυσμός μέσα σε αυτή την τρομοκρατία ζούσε κρυφά μέσα σε τρώγλες και δεν εμφανιζόταν δημοσίως γιατί φοβόταν για την επιβίωση του. Η αναζήτηση όχι φαγητού, αλλά μόνο του ψωμιού ήταν ένα καθημερινό μαρτύριο. Ο οσμάν αφού εκκαθάρισε όλη την ύπαιθρο χώρα του Πόντου από κάθε Ελληνικό στοιχείο μέχρι των απώτατων σημείων του με τον πλέον αιματηρό και αποτρόπαιο τρόπο και ενώ είχε αρχίσει η Ελληνική επέλαση στην Άγκυρα, έλαβε διαταγή να μαζέψει τους 1500 τσέτες του και να συνδράμει στις τουρκικές δυνάμεις ώστε να αποτιναχτεί η Ελληνική δύναμη. Ο οσμάν δεν επιθυμούσε να λάβει μέρος και αγνόησε τη διαταγή. Είχε προτίμηση στις επιθέσεις εναντίων άοπλων και άμαχων πληθυσμών και ιδιαιτέρως γυναικόπαιδων. Ήρθε όμως δεύτερη διαταγή κι έτσι αναγκάστηκε να υπακούσει.
Στο Πολατλή μαχόμενος έχασε τα δύο τρίτα των οπαδών του. Στην υποχώρηση των Ελληνικών στρατευμάτων, ο οσμάν επεχείρησε ανόητη επίθεση εναντίων τους, οπότε και συνετρίβη τελείως και άφησε επι τόπου τους περισσότερους τσέτες του. Τόσο μεγάλο μένος είχε κατά των Ελλήνων Χριστιανών ώστε κατά τη Μικρασιατική καταστροφή ακολούθησε τον προελαύνοντα τουρκικό στρατό για να εξοντώνει τους διαφυγόντες Χριστιανούς όπου τους έβρισκε. Τίποτε απολύτως δεν τον σταματούσε. Μάλιστα και μέλη της τουρκικής εθνοσυνέλευσης φόνευε μέσα στη τρέλα που τον είχε κυριεύσει. Τα κακουργήματα του δεν έχουν αριθμό ούτε μέτρο σύγκρισης. Μέσα στο γενικότερο μένος του και στο καθεστώς της ατιμωρησίας , τόλμησε να φονεύσει και τον επιφανή αρχηγό της αντιπολιτεύσεως Σουκρή βέην από την Τραπεζούντα. Του είχε στήσει καρτέρι και αφού τον φίμωσε, τον οδήγησε στο σπίτι του και εκεί μέσα σε φρικτά βασανιστήρια τον δολοφόνησε. Το φοβερό αυτό κακούργημα αναστάτωσε όλη την Άγκυρα και έγινε η ευκαιρία διαμαρτυρίας όλων των μελών της εθνοσυνέλευσης εναντίων της κυβέρνησης εν ονόματι της οποίας εκείνος ο φρενοβλαβής διέπραττε τα κακουργήματά του. Ο οσμάν κρίθηκε ένοχος δολοφονίας μετά από σύντομη ανάκριση και διατάχθηκε η σύλληψη του. Είχε ειδοποιηθεί όμως έγκαιρα και κατάφερε να κρυφτεί σε μία κρυψώνα δύο ώρες μακριά από την Άγκυρα. Εστάλη στρατιωτικό απόσπασμα για τη σύλληψη του το οποίο πολιόρκησε την κρυψώνα του. Αυτός, γνωρίζοντας τι τον περιμένει, δεν παραδόθηκε αλλά αντιστάθηκε με πυρά εναντίων του στρατού. Στήθηκε τρίωρη μάχη εναντίων του στην οποία πολλά επίλεκτα μέλη της φρουράς του σκοτώθηκαν ενώ ο ίδιος πληγώθηκε βαριά σε πολλά μέλη του σώματός του. Αρκετοί από τους τσέτες του παραδόθηκαν. Λίγη ώρα μετά τη σύλληψη του ο τρομερός αυτός κακούργος παρέδωσε την άθλια και βρωμερή ψυχή του στον πατέρα του, τον διάβολο. Μετά από απαίτηση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, το πτώμα του οσμάν αγά κρεμάστηκε ακρωτηριασμένο για 24 ώρες στην πόρτα της εθνοσυνέλευσης για παραδειγματισμό. Μετά από λίγες ημέρες το πτώμα του μεταφέρθηκε στην Κερασούντα και ετάφη με τιμές στην ακρόπολη από τους φίλους και συνεργάτες του. Τα βρωμερά του λείψανα μολύνουν ακόμα μέχρι σήμερα τη μαρτυρική γή των σφαγιασμένων Ελλήνων Χριστιανών της Κερασούντας. Τη δολοφονία του Σουκρή βέη τη διέπραξε ο οσμάν μετά από παραγγελία του Μουσταφά κεμάλ ο οποίος με την κίνηση αυτή στο πρόσωπο του Σουκρή ήθελε να τρομοκρατήσει την τουρκική εθνοσυνέλευση. Το 1918 μετά τις οργανωμένες διώξεις του Ελληνικού στοιχείου σε ημιεπίσημη απογραφή του Πατριαρχείου βρίσκουμε ότι στον Πόντο απέμειναν 440.000 Έλληνες. Άρα από το 1914 μέχρι το 1918 αφανίστηκαν 260.000 Έλληνες Πόντιοι. Μετά το τέλος του παγκόσμιου πολέμου και το όργιο των δολοφονιών που ακολούθησαν με την επικράτηση των Νεοτούρκων , μέχρι το 1923, έχουμε την εξόντωση άλλων 128.000 Ελλήνων Ποντίων. Εάν προσθέσουμε τους δύο αυτούς αριθμούς έχουμε το τρομακτικό νούμερο των 388.000 Ελλήνων Ποντίων οι οποίοι υπέκυψαν από τα φρικτά μαρτύρια, τα προμελετημένα και προσχεδιασμένα από τις Τουρκικές Κυβερνήσεις. Είμαστε λοιπόν πολύ επιεικείς όταν συνεχίζουμε να λέμε ότι οι Έλληνες του Πόντου που θυσιάστηκαν μπροστά στα μάτια της αδιάφορης Ευρώπης, είναι μόνο 350.000. Και εδώ είναι το μεγάλο ερώτημα μας. Αν δεν είναι ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ η βίαιη συρρίκνωση αυτή του Ελληνισμού του Πόντου, τότε πως μπορούμε να βαπτίσουμε το ατιμώρητο αυτό έγκλημα της Τουρκίας; Αν δεν είναι ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ο αφανισμός τόσων χιλιάδων Ελλήνων, τότε πως να το γράψουμε στις λευκές σελίδες του Ποντιακού Ελληνισμού; Μήπως μπορούν οι ίδιοι οι δολοφόνοι ή αυτοί που όπλισαν τα χέρια των δολοφόνων να μας υποδείξουν τον όρο που ταιριάζει στις φρικαλεότητες της Τουρκίας; Για εμας τους Έλληνες Πόντιους, για εμας τους Νεοέλληνες που έχουμε την τύχη να είμαστε συνεχιστές της ιστορικής πορείας της ηρωικής φυλής μας, ήταν, είναι και θα παραμείνει ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ.