Ήταν Παρασκευή 11 Αυγούστου του 1917. Απ’ τα χαράματα ακόμα φαινόταν μακριά στο βάθος μια μαυρίλα που σε λίγο όλο και μεγάλωνε. Δεν αργήσαμε να διακρίνουμε καθαρά πια τα καπνισμένα φουγάρα του ρωσικού στόλου ο οποίος σε λίγη ώρα έφτασε στ’ ανοιχτά του λιμανιού κι αμέσως άρχισε να βομβαρδίζει. Ρωμιοί και τούρκοι (αν κι εμείς οι ρωμιοί παρακαλούσαμε και τους περιμέναμε να έρθουν για να μας λυτρώσουν απ’ τα δεινά της σκλαβιάς), σκορπίσαμε άλλοι στον Πόζ τεπέν, άλλοι στον Βασιλα̤κόν την στράταν, άλλοι στους παχτζέδες και άλλοι στις Τάπιες και όπου αλλού νομίζαμε ότι θα είμαστε ασφαλείς.
Εγώ από συνήθεια έφυγα μαζί με τον ξάδερφο μου στον Πόζ τεπέ, στον φουντουκώνα μας, απ’ όπου έβλεπα όλες τις θέσεις που δέχονταν τον βομβαρδισμό. Μετά από αρκετές ώρες βομβαρδισμού βλέπω ένα απ’ τα πολεμικά πλοία να πλησιάζει λίγο πιο πάνω απ’ την μεγάλη σκάλα και να αποβιβάζει με ατμάκατο αγήματα στρατού στην ξηρά. Δεν πίστευα στα μάτια μου και ασυναίσθητα φώναξα, το θυμάμαι σαν σήμερα, : Ζήτω η Ελλάς !!!, λες και επρόκειτο για τον Ελληνικό Στόλο. Ασυγκράτητος από ενθουσιασμό φώναξα τον ξάδερφο μου που εκείνη την στιγμή ήταν κρυμμένος σε μια λακούβα καθώς από πάνω μας πετούσε ένα ρώσικο αεροπλάνο, ότι : οι Ρώσοι καταλαμβάνουν την πόλη. Αμέσως κατεβήκαμε τρέχοντας, περάσαμε μπροστά απ’ τα κλειδωμένα σπίτια μας και πήγαμε στην παραλία όπου είχε συγκεντρωθεί όλος ο χριστιανικός πληθυσμός. Δεν μπορώ να περιγράψω το τι γινόταν. Όλος εκείνος ο κόσμος έτρεχε πάνω κάτω να βρει τους δικούς του καθώς μέσα στους βομβαρδισμούς κυριολεκτικά είχε χάσει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα που λέει και η παροιμία. Άκουγες σπαρακτικές φωνές. Οι μανάδες να φωνάζουν τα ονόματα των παιδιών τους και τα παιδιά με τα κλάματα να φωνάζουν : μάνα-μάνα μέρ’ είσαι ; Έβλεπες όλον εκείνο τον κόσμο να στριμώχνεται πάνω στην ετοιμόρροπη σκάλα και να σπρώχνεται για να μπει στις ατμακάτους. Άνδρες και νέα παιδιά πηδούσαν με τα ρούχα τους στη θάλασσα για να φτάσουν κολυμπώντας στα γεμάτα με κόσμο καΐκια. Έβλεπες πατέρες με θλιμμένα πρόσωπα και με ασταμάτητο κλάμα να χωρίζονται τους δικούς τους και να φεύγουν μόνοι τους μια ώρα αρχύτερα καθώς ήταν φυγόστρατοι. Θυμάμαι ακόμα το πρώτο ανατριχιαστικό θέματα της ζωής μου. Το πτώμα της μακαρίτισσας Ρούδας Μοσκώφ, μητέρας των αδερφών Κώστα και Ηρακλή, που τα κύματα την έσπρωχναν πότε μέσα και πότε έξω στην αμμουδιά. Κανείς δεν την πρόσεχε, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, πως σκοτώθηκε ή πως πνίγηκε η γυναίκα. Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης έκανε τον κόσμο να κοιτάει και να φροντίζει μόνο τον εαυτό του καθώς κανείς μας δεν γνώριζε εάν η πόλις εκείνη την ώρα ανήκε στους τούρκους ή στους ρώσους και ποιος θα κατάφερνε τελικά να επικρατήσει. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι όλοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να σωθούν και να διαφύγουν στις λιγοστές βάρκες που υπήρχαν. Όμως το δράμα συνεχιζόταν. Ιδού και η δική μου προσωπική ιστορία. Μετά από πολλές αναζητήσεις βρήκα τη μητέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό μου. Τρέχαμε πάνω κάτω να βρούμε βάρκα για να φύγουμε κι εμείς. Βάρκα όμως πουθενά δεν υπήρχε. Απογοητευμένοι και αποκαμωμένοι απ’ την κούραση, βλέποντας τα πλοία να φεύγουν, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο της παραλίας και βλέπουμε στη μικρή σκάλα μια βάρκα γεμάτη ανθρώπους έτοιμη να σαλπάρει. Δεν θυμάμαι αν είπα κάτι άλλο στη μάνα μου εκτός απ’ αυτά : “απάγω ‘ς σον πατέρα μ’….μάνα” κι έφυγα. Για πότε έφτασα στη σκάλα, για πότε βρέθηκα στη βάρκα…δεν το γνωρίζω. Ξέρω μόνο ότι όταν σε λίγα λεπτά ξεκίνησε η βάρκα, είδα την μάνα μου να κλαίει και να μου φωνάζει : “χαιρετίσματα στον πατέρα σου (ο πατέρας μου προ του πολέμου είχε πάει στην Βεσσαραβία όπου και παρέμεινε)”. Δεν ξέρω γιατί δεν με εμπόδισε η μάνα μου, ίσως δεν είχε συναισθανθεί τον άμεσο αποχωρισμό, ίσως να θέλησε να γλιτώσω τουλάχιστον εγώ. Ένα είναι βέβαιο πάντως, ότι έφυγα για να μην ξαναγυρίσω ποτέ στην πατρίδα μου. Η βάρκα μας ήταν παλιά κι είχε ένα άλμπουρο χωρίς πανιά. Είχε δύο κουπιά ενώ το ένα ήταν σπασμένο. Είμασταν όμως αποφασισμένοι να συνεχίζουμε το ταξίδι μας. Μαζί μας είχαμε και τον παπα-Μιλτιάδη Τσομίδη με το βρέφος του. Μόλις ανοιχτήκαμε στα μισά της απόστασης, άρχισαν να σαλπάρουν και τα υπόλοιπα πλοία. Η απογοήτευση μας δεν περιγραφόταν. Αν γυρίζαμε πίσω υπήρχε ο κίνδυνος να μας σκοτώσουν οι τούρκοι οι οποίοι ξεθαρρεμένοι απ’ την απομάκρυνση των ρώσικων πλοίων, κατέβηκαν στην πόλη βρίζοντας και σκοτώνοντας τους γκιαούρηδες (όπως μάθαμε αργότερα). Η θέση μας ήταν τραγική. Δεν απελπιστήκαμε όμως καθώς η θεία πρόνοια είχε κάνει το θαύμα της. Ενώ οι προηγούμενες βάρκες γεμάτες κόσμο ήταν διπλαρωμένες στα πλοία που δεν έπαιρναν άλλους επιβάτες, εμάς μας πήραν χάρις στο γεγονός ότι ο σχωρεμένος παπα-Μιλτιάδης έτσι όπως ήταν ντυμένος με τα ράσα, σηκώθηκε ορθός και σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό σε σημείο παρακλήσεως. Έναν ναύτης, μας έκανε σινιάλο. Ολοταχώς φτάσαμε και ανεβήκαμε στο πολεμικό πλοίο. Είμασταν σωστά ράκη από κούραση και ψυχική αγωνία. Τη επόμενη ημέρα φτάσαμε στην Τραπεζούντα.
Πηγή : Λαζαρίδης Χ. Στέφανος – Ποντιακή εστία τεύχη 38-39ον
ΠΗΓΗ: kotsari.com